Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ροάβνη (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. αροάβνη (το τοξικό φυτό ροδοδάφνη ή πικροδάφνη).

Συνώνυμα:

Αροάφνη, Ροάμνη (η)