Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ποζέξιμον (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. πόζεμαν (1. η αποστράγγιξη. 2. το βγάλσιμο του ζυγού).