Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ρτώννω »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. αρτώννω (1. συναντώ. 2. πλήττω. 3. στοχεύω. 4. μτφ. παίρνω απόφαση).

Συνώνυμα:

Ερτώννω