Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Πολπισ̌ιά (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. απορπισ̌ιά (η απελπισία, η έλλειψη ή απώλεια ελπίδας).

Συνώνυμα:

Πορπισ̌ιά (η)