Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Πολυώ »

Ρήμα

Σημασία:

1. βλ. ξαπολυώ (1. αμολώ. 2. αποδεσμεύω 3. λύνω. 4. ξεδένω. 5. μτφ. σταματώ να ενδιαφέρομαι και να προσπαθώ). 2. εμφανίζω βλαστούς (για φυτό).

Συνώνυμα:

Ξαπολώ, Πολώ