Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Συρτίτζ̌ια (τα) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. βαδκιάτικα [το δικαίωμα που πληρώνεται στον ιδιοκτήτη του επιβήτορα (μόνο στον πληθυντικό)].