Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Σφόντζ̌ος (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. βλ. σύρτης (μεταλλική ή ξύλινη ράβδος που ασφαλίζει την πόρτα). 2. βλ. σφοντζ̌ής (είδος δόρατος με κυρτή άκρη, για καθάρισμα του ξυλόφουρνου).

Συνώνυμα:

Σφοντζ̌ής (ο), Σφοντζ̌ίν (το)