Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Σιφφούνιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. σίφφουνας (1. ο σίφουνας. 2. ο ανεμοστρόβιλος. 3. η δίνη. 4. τρύπα δεξαμενής. 5. μτφ. χαρακτηρισμός ανθρώπου που κινείται ορμητικά).