Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου
« Τερτελλούδκια (τα) »
Ουσιαστικό
Σημασία:
1. ζυμαρικό ή κουλουράκι με έψιμα. 2. βλ. γριτζ̌έλλιν (1. το κρικέλι της πόρτας. 2. χαλκάς σε αψίδα για να κρεμάζονται διάφορα αντικείμενα. 3. ο κρίκος. 4. το κουλουράκι).
Συνώνυμα:
Τερτσ̌ελλούδκια (τα) (ενικ. Τερτέλλιν, Τερτσ̌έλλιν (το))