Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Σκομαχώ »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. ασκομαχώ (1. λαχανιάζω, ασθμαίνω, η ανάσα μου βγαίνει βαριά (π.χ. καθώς πασχίζω με κόπο να κάνω κάτι) 2. υποφέρω, βασανίζομαι, δοκιμάζομαι).

Συνώνυμα:

Ασκομαχώ, Αγκομαχώ