Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Τζ̌εχρίν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. κιγρίν (το λιανοκαλάμποκο, το κεχρί).

Συνώνυμα:

Τζ̌ιγρίν, Τσ̌ιγρίν (το)