Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Τζ̌ουμέζ̌ιν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

γλυκό κάρπευμα.

Συνώνυμα:

Τουμέζ̌ιν (το)