Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Τριουλιά (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. κολλατσίνα (1. κολλώδες φυτό. 2. μτφ. ο άνθρωπος κολλιτσίδα).

Συνώνυμα:

Κολλίνα, Κολλητσία, Κολλητσίδα, Κολλητσίνα, Τριβόλιν, Τριόλιν (η)