Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Πιττώννω »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. πιττακώννω (πιέζω κάτι από πάνω προς τα κάτω και με τόση δύναμη ώστε να πλατύνει και να μοιάζει με πίτα).