Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Πωριχόν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

βλ. πωρικόν (1. ο ξηρός καρπός. 2. ο εδώδιμος νωπός καρπός δέντρου).