Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Χαχχάνισμαν (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

το δυνατό κοροϊδευτικό γέλιο.

Συνώνυμα:

Χάχχανον (το), Χαχχαννούρα (η)