Απόσπασμα από την «Αροδαφνούσα»

...Ἐπῆρεν οὗλον τό στρατίν κή οὗλον τό μονοπάτιν,

καί τότες ἡ Ἀροδαφνού ἒφτασε’ς τό παλάτιν.

Τήν σκάλαν ' που ἀνέβαιννεν, ἒτρεμεν ἡ καργιά της,

κή ἡ ρήϊσσά ‘ τον ἒτοιμη, κή ἁρπάσσει τά μαλλιά της.

Θά σε σκοτώσω, βρά σκυλλού, τώρα νά τό γνωρίσης,

γιά τ' ἀαπᾷς τόν ἂντρα μου, καί σού θά μ' ἀφανίσῃς.

Ἐχάρισά σου τήν ζωήν, 'μα 'θελες ν' αὐταδιάσῃς,

σήμμερα ὃμως γνώρισε, πώς τήν ζωήν θά χάσῃς.

Παρακαλῶ σε ἂφης με, μίαν ὣραν γιά νά ζήσω,

τόν ρήαν μου τόν ὂμορφον νά τόν ‘ποχαιρετήσω.

Ἂρκισε τότε ταίς φωναίς, ‘σάν βούδιν νά μουγκρίζῃ,

και μέ τραούδια καί φωναίς τέτοιας λοῆς ἀρκίζει∙

Ἒχετε 'γειάν, ἀμμάδια μου, ἒχε ὑγείαν φως μου,

ἐγιώ πεόν ἐτελείωσα, καί φεύκω ' πό τόν κόσμον.

'ρήα μου σ' ἀποχαιρετῶ, μέ δάκρυα με πόνους,

σ' ἀάπησα καί σ' ἀαπῶ, ἔχει τώρα 'χτώ χρόνους.

Σ' ἀάπησα ἀπό καργιᾶς, ' μα ' καργιοφλόϊσές με,

κή ἡ ἂχαρη ἡ γεναῖκά σου τώρα ' θανάτωσέν με.

Καί βάλλει μίαν φωνήν μικρήν καί μίαν φωνήν μεάλην,

κή ὁ ρήας ‘κεῖ 'ποῦ ‘κάθετουν, ἐσούστη τό δρονίν του,

Ἀμέσως ἐσηκώστηκεν τοῦ δούλου του καί λέει,

φέρ' ἀπό 'κεῖ τόν ἂππαρον τόν πετροκαταλύτην,

'ποῦ καταλύει τά σίερα, καί πίννει τόν ἀφρήτην.

Πηᾳ κή ἐκααλλίκεψεν εἰς τό γριβίν ἀππάριν,

κή ὃσον νά πῇ ἒχετε ' γειάν, ἒκοψε χίλια μίλια,

κή ὃσον νά 'ποῦν εἰς τό καλόν ἂλλο ' κατόν πεῆντα...