Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ττεϊνατίζω »

Ρήμα

Σημασία:

βλ. ταϊνατίζω (1. καρτερώ. 2. ανέχομαι. 3. ανταποδίδω. 4. λογαριάζω κάποιον, λαμβάνω υπόψη. 5. μεριμνώ).

Συνώνυμα:

Ταϊνετίζω, Τεϊνετίζω, Τταϊνατίζω, Ττανάρω, Ττανατίζω