Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Φίζα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. βλ. φιζόποτσα (πλαστικό ή γυάλινο δοχείο φυλάγματος φαγητών). 2. η αφρόζα.

Συνώνυμα:

Φιζόποτσα (η)