Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Φούμος (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. η καπνιά. 2. η βρομιά. 3. η φήμη. 4. βλ. φουμίσιν (1. ο έπαινος. 2. η καυχησιολογία).

Συνώνυμα:

Φούμισμαν (το), Χουμίσιν (το)