Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Χαλαζ̌άρης (ο) »

Επίθετο

Σημασία:

το άρρωστο γουρούνι από την ασθένεια των χοίρων που ονομάζεται χαλάζα.

Παροιμίες:

"καλός καλός ο σ̌οίρος μας μα βγήκεν χαλαζ̌ιάρης" (=όταν αποδεικνύεται ότι κάτι που θεωρούσαμε καλό και άξιο εμπιστοσύνης αποδεικνύεται κακό και ανάξιο).