Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Αβκόλαδον (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

πρακτικό φάρμακο το οποίο κατασκευαζόταν από δέκα περίπου κρόκους αυγών.

Ετυμολογία:

αυκό= αβγό+λάδι