Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου
« Ασκομαχώ »
Ρήμα
Σημασία:
1. λαχανιάζω, ασθμαίνω, η ανάσα μου βγαίνει βαριά (π.χ. καθώς πασχίζω με κόπο να κάνω κάτι) 2. υποφέρω, βασανίζομαι, δοκιμάζομαι.
Ετυμολογία:
αγκομαχώ < μεσαιωνική ελληνική ἀγκομαχῶ < αρχαία ελληνική ἀγκώνω + -μαχῶ < μάχομαι
Συνώνυμα:
Αγκομαχώ, Σκομαχώ