Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Βιλλοστόκκος (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. υλικό που κλείει οπές, τρύπες. 2. απαξιωτικός χαρακτηρισμός