Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Θεοκρέμμαστον (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

το κρεμμασμένο από τον Θεό.

Ετυμολογία:

Θεός+κρεμάζω