Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Καβαλλονούρης (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

χαρακτηρισμός βοδιού όταν η ουρά του κατά τη βάση της εξέχει πάνω από το κορμί.