Εφοριακό Συμβούλιο

Image

Το Εφοριακό Συμβούλιο, είναι ένα ανεξάρτητο διοικητικό όργανο που έχει ως αρμοδιότητα τον ιεραρχικό διοικητικό έλεγχο των αποφάσεων του Διευθυντή του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων, με την εξέταση ιεραρχικών προσφυγών οι οποίες υποβάλλονται εναντίον των αποφάσεων αυτών.

 

Η λειτουργία του Εφοριακού Συμβουλίου, διέπεται από τα άρθρα 4Α και 20Α του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου, Νόμος 4/78 όπως τροποποιήθηκε, καθώς επίσης και από τους περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων (Καθίδρυση Εφοριακού Συμβουλίου) Κανονισμούς του 1999 έως 2006 (Κ.Δ.Π. 139/99, Κ.Δ.Π. 95/01, Κ.Δ.Π. 915/03, Κ.Δ.Π. 314/2006, Κ.Δ.Π.227/2017).

 

Το Εφοριακό Συμβούλιο απαρτίζεται από τον Πρόεδρο, ο οποίος έχει και τη γενική διεύθυνση του Συμβουλίου και τέσσερα μέλη, στελεχώνεται δε με δημόσιους λειτουργούς. Το Συμβούλιο στεγάζεται στη γωνία Απελλή και Παύλου Νιρβάνα . 1ος Όροφος, 1496 Λευκωσία.

 

Το Εφοριακό Συμβούλιο είναι ένα ανεξάρτητο σώμα και δεν αποτελεί μέρος του Τμήματος Φορολογίας. Αποκλειστική αρμοδιότητά του είναι ο ιεραρχικός διοικητικός έλεγχος των αποφάσεων του Εφόρου Φορολογίας ο οποίος ασκείται με τη διαδικασία της ιεραρχικής προσφυγής.

 

Δικαίωμα ιεραρχικής προσφυγής στο Εφοριακό Συμβούλιο έχει οποιοδήποτε πρόσωπο (φυσικό ή νομικό) θεωρεί τον εαυτό του αδικημένο από τη φορολογία που του επιβλήθηκε και απέτυχε να έλθει σε συμφωνία με τον Έφορο, όπως προβλέπεται στο άρθρο 20(5) του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου.

 

Το Εφοριακό Συμβούλιο έχει αρμοδιότητα εξέτασης ιεραρχικών προσφυγών εναντίον αποφάσεων του Εφόρου Φορολογίας, που λαμβάνονται δυνάμει των πιο κάτω Νομοθεσιών:

 

  1. Ο περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμος (Νόμος 58/61 όπως τροποποιήθηκε).
  2. Ο περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμος 118(1)2002 όπως τροποποιήθηκε.
  3. Ο περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμος του 1978 (Νόμος 4/78 όπως τροποποιήθηκε).
  4. Οι περί Εκτάκτου Εισφοράς (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμοι του 1974 μέχρι 1990 (ισχύς μέχρι 30.6.1992).
  5. Ο περί Εκτάκτου Εισφοράς για την Άμυνα της Δημοκρατίας Νόμος του 1985 (Νόμος 5/85 όπως τροποποιήθηκε).
  6. Ο περί Εκτάκτου Εισφοράς για την Άμυνα της Δημοκρατίας Νόμος 117(1)2002 όπως τροποποιήθηκε.
  7. Ο περί Φορολογίας Ακίνητης Ιδιοκτησίας Νόμος του 1980 (Νόμος 24/80 όπως τροποποιήθηκε).
  8. Ο περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμος του 1980 (Νόμος 52/80 όπως τροποποιήθηκε).
  9. Ο περί ΦΠΑ Νόμος (Νόμος 95(1)2000 όπως τροποποιήθηκε)

 

Η άσκηση ιεραρχικής προσφυγής στο Εφοριακό Συμβούλιο, θα πρέπει να γίνεται από τον αιτητή μέσα σε περίοδο σαράντα πέντε (45) ημερών, από την ημερομηνία της κοινοποίησης σ’ αυτόν της απόφασης του Εφόρου Φορολογίας με συστημένη επιστολή στη τελευταία γνωστή διεύθυνση του ή της επίδοσης της σ’ αυτόν.

 

Εννοείται ότι, ιεραρχική προσφυγή καταχωρείται εναντίον απόφασης του Εφόρου Φορολογίας, η οποία λήφθηκε μετά τις 2 Ιανουαρίου, 2000 και εφόσον ο αιτητής δεν έχει ασκήσει προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

 

Εννοείται, επίσης, ότι, το Εφοριακό Συμβούλιο μπορεί να παρατείνει για εύλογο χρόνο τη περίοδο των σαράντα πέντε ημερών, αν ικανοποιηθεί ύστερα από γραπτή αίτηση του αιτητή που θα πρέπει να συνοδεύεται από πλήρη δικαιολογητικά στοιχεία, ότι η μη έγκαιρη καταχώριση της ιεραρχικής προσφυγής, οφείλεται σε απουσία του αιτητή από τη Δημοκρατία, σε ασθένεια του ή σε άλλη εύλογη αιτία.

 

΄Εντυπα για άσκηση ιεραρχικής προσφυγής, βρίσκονται στην ιστοσελίδα του Εφοριακού Συμβουλίου και θα διατίθενται και στα Γραφεία του Εφοριακού Συμβουλίου. Ο αιτητής, αφού συμπληρώσει το σχετικό έντυπο, θα πρέπει να αποστέλλει τούτο με συστημένη επιστολή στη διεύθυνση του Εφοριακού Συμβουλίου ή να καταθέτει τούτο στα γραφεία του Εφοριακού Συμβουλίου.

 

Απαραίτητη προϋπόθεση, για να επιληφθεί το Εφοριακό Συμβούλιο της ιεραρχικής προσφυγής είναι:

 

  1. Η καταβολή από τον αιτητή του μη αμφισβητούμενου μέρους του φόρου, εφόσον του ζητηθεί από τον Έφορο, ή η διευθέτηση για την αποπληρωμή του προς πλήρη ικανοποίηση του Εφόρου.
  2. η προσκόμιση ικανοποιητικής εγγύησης για τη καταβολή του φόρου, σε περίπτωση επικύρωσης της απόφασης του Εφόρου στο σύνολο ή μερικώς, αν το Συμβούλιο έχει λόγους να πιστεύει ότι το ποσό του αντικειμένου του φόρου, όπως έχει καθορισθεί από τον Έφορο, δυνατό να μην εισπραχθεί.

 

Το Εφοριακό Συμβούλιο μετά τη λήψη της σχετικής έκθεσης και οποιωνδήποτε αναγκαίων στοιχείων από τον Έφορο Φορολογίας, ορίζει ημερομηνία ακρόασης της προσφυγής και καλεί τα ενδιαφερόμενα μέρη όπως παρουσιαστούν ενώπιον του και εκθέσουν τις απόψεις τους. Εξαίρεση του πιο πάνω κανόνα, είναι η δυνατότητα που παρέχεται στο Εφοριακό Συμβούλιο να εξετάζει συνοπτικά και να απορρίπτει, χωρίς να καλεί για ακρόαση τα ενδιαφερόμενα μέρη, ιεραρχικές προσφυγές που κρίνονται αβάσιμες.

 

Κατά την ακρόαση της προσφυγής, τόσο ο Έφορος όσο και ο αιτητής δεν έχουν το δικαίωμα να παρουσιάσουν λόγους ή στοιχεία που δεν είχαν προσαχθεί κατά την εξέταση της ένστασης του αιτητή από τον Έφορο, εκτός αν τέτοια στοιχεία εξ αποδεδειγμένων λόγων αντικειμενικής αδυναμίας δεν ήταν δυνατό να προσκομιστούν από τον αιτητή στο εν λόγω στάδιο ή να αποκαλυφθούν με την, υπό τις περιστάσεις, διεξαχθείσα από τον Έφορο λογική έρευνα. Το βάρος της απόδειξης, ότι η φορολογία για την οποία ασκείται ιεραρχική προσφυγή είναι υπερβολική, φέρει ο αιτητής, ο οποίος μπορεί να παρίσταται στην ακρόαση της προσφυγής αυτοπροσώπως ή με αντιπρόσωπο.

 

Η ακρόαση μιας ιεραρχικής προσφυγής διεξάγεται είτε από την Ολομέλεια του Εφοριακού Συμβουλίου είτε από Κλιμάκιό του από τρία μέλη του που ορίζεται από τον Πρόεδρο.

 

Το Εφοριακό Συμβούλιο ολοκληρώνει το ταχύτερο δυνατό την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής και εκδίδει την απόφαση του το αργότερο σε ένα χρόνο από την υποβολή της.

 

Ο έλεγχος που ασκεί το Εφοριακό Συμβούλιο, δεν είναι μόνο ακυρωτικός, αλλά και έλεγχος ουσίας. Το Εφοριακό Συμβούλιο εκδίδοντας την απόφαση του, δύναται:

 

(α) Να ακυρώσει ή να επικυρώσει εν όλω ή εν μέρει την απόφαση του Εφόρου,(β) να τροποποιήσει την απόφαση του Εφόρου,(γ) να εκδώσει νέα απόφαση σε αντικατάσταση της απόφασης του Εφόρου,(δ) να παραπέμψει την υπόθεση στον Έφορο με οδηγίες να προβεί σε συγκεκριμένες ενέργειες.

 

Το Εφοριακό Συμβούλιο έχει τη διακριτική εξουσία να διατάσσει την καταβολή όλων η μέρους των εξόδων της προσφυγής, εφόσον το κρίνει σκόπιμο.

 

Σε περίπτωση που ο αιτητής δεν ικανοποιηθεί από την απόφαση του Εφοριακού Συμβουλίου, διατηρεί το δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

 

Το Εφοριακό Συμβούλιο μπορεί να δημοσιεύει τις αποφάσεις που εκδίδει με βάση το εδάφιο (5) του άρθρου 20Α του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων (Τροποποιητικός) (Αρ.2) Νόμου 2018 Ν.50(Ι)2018.