Οθωμανοκρατία

Ο σφαγιασμός των Λευκαριτών το 1570

Image

Τη σφαγή των κατοίκων των Λευκάρων, τον Ιούλιο του 1570, κατόπιν εντολής του Βενετού τοποτηρητή Κύπρου, μνημονεύουν όλοι οι αυτόπτες μάρτυρες της πολιορκίας και πτώσης της Λευκωσίας, το καλοκαίρι του 1570, από τους Οθωμανούς. Στο πρόσφατο παρελθόν αμφισβητήθηκε ότι διεπράχθη τέτοια εκτεταμένη σφαγή και καταστροφή των Λευκάρων.

 

Η αρχειακή όμως έρευνα αυτή τη φορά έφερε στο φως στοιχεία για μέλη του ελαφρού ιππικού, που όχι μόνο υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες αλλά και οι ίδιοι έλαβαν μέρος στον άγριο σφαγιασμό των κατοίκων των Λευκάρων. Επίσης, η αρχειακή έρευνα μας έδωσε στοιχεία για τα όσα υπέφεραν πρώτα τόσο τα Λεύκαρα όσο και τα γύρω χωριά, και τι λεηλασίες είχαν υποστεί και σφαγές από τους ίδιους τους Οθωμανούς. Οι λεηλασίες και οι σφαγές που είχαν υποστεί ήταν, άλλωστε, και οι λόγοι που ανάγκασαν τους κατοίκους στο τέλος να δηλώσουν υποταγή στον εχθρό, αφού δεν διέθεταν τα μέσα να υπερασπιστούν τις ζωές και τις περιουσίες τους. Τα γεγονότα γύρω από το επεισόδιο αυτό έχουν ως εξής:  Μετά την αποβίβαση των Οθωμανών το 1570 στις Αλυκές της Λάρνακας και την αποτυχία των Βενετών να τους αντιταχθούν, άρχισαν οι επιδρομές, οι λεηλασίες και οι σφαγές στα χωριά της περιοχής, των οποίων οι κάτοικοι δεν είχαν καταφύγει στα βουνά του Τροόδους, αλλά και ούτε είχαν εγκλειστεί στις οχυρωμένες πόλεις Λευκωσία και Αμμόχωστο. Τα όσα είχαν υποστεί οι κάτοικοι των Λευκάρων γύρω στις 4 Ιουλίου 1570, καθώς και αυτοί των γύρω χωριών, ανάγκασαν τους πρωτόγερούς τους, και κυρίως αυτούς των Λευκάρων, να δηλώσουν στο τέλος υποταγή στους Οθωμανούς. Η πληροφορία, μάλιστα, ότι κάποιοι προύχοντες των Λευκάρων είχαν χρησιμοποιηθεί από τον ίδιο τον εχθρό, για να πείσουν και άλλα χωριά να πράξουν το ίδιο -κάτι τέτοιο είχε συμβεί με το γειτονικό χωριό Κοφίνου- έφθασε στη Λευκωσία και εξαπλώθηκε ο φόβος ότι κατ’ αυτό τον τρόπο, χωρίς αντίσταση, η Κύπρος τελικά θα περνούσε στην εξουσία των Οθωμανών.

 

Το γεγονός αυτό τόσο πολύ θορύβησε τον Βενετό τοποτηρητή Κύπρου, που αποφάσισε να δώσει μια σκληρή τιμωρία στους κατοίκους των Λευκάρων, ώστε ν’ αποφευχθεί οποιαδήποτε τέτοια άλλη ενέργεια των χωρικών της Κύπρου και κυρίως του μεγάλου όγκου των χωρικών, που είχαν καταφύγει στα βουνά του Τροόδους.

 

Στις 8 Ιουλίου και κατά τα ξημερώματα της 9ης Ιουλίου 1570, στρατιωτικό σώμα υπό την αρχηγία του Δημητρίου Λάσκαρη Μεγαδούκα και αποτελούμενο κυρίως από εκατό μέλη του ελαφρού ιππικού, τους γνωστούς stradioti, αλλά και εξακόσια μέλη της πολιτοφυλακής έφθασαν στις τέσσερις τα ξημερώματα στα Λεύκαρα και, αφού αιφνιδίασαν τους κατοίκους, κατέσφαξαν γύρω στους 400 άνδρες και μεταξύ αυτών μόνο μία γυναίκα, που προσπάθησε να υπερασπιστεί τον σύζυγό της. Στη συνέχεια, προτού αναχωρήσει το στρατιωτικό σώμα, έβαλε φωτιά και κατέκαψε το χωριό, και τον πρωτόγερο των Λευκάρων ή και άλλους αρχηγούς των στασιαστών, όπως αναφέρεται, τους μετέφεραν σιδηροδέσμιους στη Λευκωσία όπου τους επεφύλαξαν παραδειγματική τιμωρία. Επίσης, τα γυναικόπαιδα των Λευκάρων τα μετέφεραν στη Λευκωσία και κάποια άλλα στο Τρόοδος, ώστε να γνωστοποιηθεί η σφαγή προς γνώση και συμμόρφωση των υπολοίπων.

 

“Ήρθαν και κατακόψαν τους, σαν να ‘τανε προδότες”

Η σφαγή των Λευκαριτών μνημονεύεται και στον γνωστό Θρήνο της Κύπρου και φαίνεται καθαρά ότι τα γεγονότα παρουσιάζονται εδώ όπως ακριβώς είχαν συμβεί, αλλά και για ποιους ακριβώς λόγους αναγκάστηκαν τελικά οι Λευκαρίτες να δηλώσουν υποταγή. Ο στίχος από τον Θρήνο “Ήρθαν και κατακόψαν τους, σαν να ‘τανε προδότες” καταδεικνύει πόσο άδικη και ανηλεής ήταν η τιμωρία που είχε επιβληθεί στους κατοίκους των Λευκάρων. Ας σημειωθεί ότι το άσμα αυτό, επειδή εξιστορεί την κατάκτηση της Κύπρου από τους Οθωμανούς το 1570-1571, λόγω της φύσης και του περιεχομένου του κατετάχθη στην κατηγορία των Θρήνων και έγινε γνωστό στους νεότερους μελετητές όχι μέσω της προφορικής παράδοσης αλλά μέσω της χειρόγραφης. Όπως έχει επισημανθεί, τα στοιχεία τα οποία αναφέρονται στον Θρήνο της Κύπρου για το επεισόδιο στα Λεύκαρα παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ενώ στις δυτικές μαρτυρίες καταγράφεται η εκδοχή ότι οι κάτοικοι των Λευκάρων έδειξαν ανυπακοή προς τους Βενετούς και υποδέχθηκαν τον εχθρό, στον Θρήνο καταγράφεται και η άλλη όψη του νομίσματος. Έτσι, όπως πληροφορούμαστε από τους στίχους του Θρήνου, στα Λεύκαρα είχε καταφύγει άμαχος πληθυσμός και το χωριό υπήρξε το πρώτο θύμα της οθωμανικής επιδρομής, με τις σφαγές και τις λεηλασίες που ακολούθησαν:

 

σκοτώννουν τους μες’ ‘ς την εκκλησιάν, οπού ‘ναι αγιασμένη,

χενώννουσιν το αίμαν τους, χωρίς να ‘ναι πταισμένοι

πάνω ‘ς την γην εστέκουντον, χωρίς να ‘ναι θαμμένοι.

Μετά από τις σφαγές και τις λεηλασίες ο πληθυσμός των Λευκάρων αποφάσισε να υποταχθεί. Τότες εδόθην η φωνή, παράδοσις να γένη,

Να ζήσουν οι επίλοιποι, ός’ είναι γλυτωμένοι

…………………………………………………

Επήγαν και προσκύνησαν και πάσα ένας μένει

Μέσα εις τα σπιτάκια τους, να ‘ναι ειρηνεμένοι…

Ο Βενετός τοποτηρητής, όπως εξιστορείται στον Θρήνο, καθώς και στις άλλες σύγχρονες πηγές, εκδικήθηκε τον πληθυσμό στέλλοντας στρατιωτικό απόσπασμα, το οποίο έσφαξε ανηλεώς τους κατοίκους των Λευκάρων ως στασιαστές.

Ο λεκτενέντος το ‘μαθεν, ο αυθέντης της Χώρας

Φουσάτον πέμπει περισσόν και φθάννουσιν της ώρας,

Όλους, όπου ‘γλυτώσασιν χριστιανούς, και τότες

Ήλθαν και κατακόψαν τους, σαν να ‘τονε προδότες

……………………………………………………….

Άλλους άψαν τα σπίτια τους κι εμείνασιν καμένα,

Τα κόκκαλα τους βρίσκονται όλα πυροκαμένα.

 

Βλέπε λήμμα: Θρήνος της Κύπρου

 

Αρχειακές μαρτυρίες για τη σφαγή στα Λεύκαρα Τέσσερις ανέκδοτες επιστολές-αιτήματα προς τις βενετικές αρχές, οι οποίες προέρχονται από το Κρατικό Αρχείο της Βενετίας και συντάχθηκαν λίγο μετά τον πόλεμο της Κύπρου 1570-1571, επιβεβαιώνουν τόσο τη σφαγή του ανδρικού πληθυσμού των Λευκάρων όσο και την καταστροφή του ίδιου του χωριού. Οι δύο από τις τέσσερις επιστολές αποτελούν αιτήματα δύο διοικητών του ελαφρού ιππικού, που υπηρέτησαν στην Κύπρο κατά τον πόλεμο, έχασαν τις περιουσίες τους ή μέλη των οικογενειών τους, αιχμαλωτίστηκαν και, τέλος, μετά από άπειρες δυστυχίες και με καταβολή λύτρων απελευθερώθηκαν. Πρόκειται για τον διοικητή ενός λόχου του ελαφρού ιππικού Θωμά Μπλέσσα ή Πλέσσα (Tomaso Blessa), και το μέλος του ελαφού ιππικού (stradioto) Μπαλούμπα Μπούα (Balumba Bua). Η Τρίτη επιστολή ανήκει στον Ναυπλιώτη stradioto Νικόλαο Μώζερα (Νicola Mossera), που επίσης πολέμησε στην Κύπρο το 1570-1571. Τέλος, η τέταρτη επιστολή ανήκει σε μια γυναίκα, την Καντιάνα (Κατερίνα) Χέλμη (Candiana Chelmi). Πρόκειται για τη χήρα του Ιωάννη Χέλμη, που υπερασπίστηκε τη Λευκωσία και έπεσε μαχόμενος, όταν ο εχθρός εισέβαλε στην πόλη. Τόσο ο Θωμάς Μπλέσσας όσο και ο Μπαλούμπας Μπούας καθώς και ο Νικόλαος Μώζερας όσο και ο Ιωάννης Χέλμης, από τη Ζάρα, είχαν λάβει μέρος στη στρατιωτική επιχείρηση εναντίον των Λευκάρων.

 

Η μαρτυρία του Θωμά Μπλέσσα

Ο Θωμάς Μπλέσσας, διοικητής ενός λόχου του ελαφρού ιππικού κατά τη διάρκεια του πολέμου της Κύπρου 1570-1571, υπηρέτησε, όπως γράφει, ως διοικητής του ελαφρού ιππικού στη μεγαλόνησο, για δώδεκα συναπτά έτη. Στις 2 Ιουλίου 1570, σημειώνει στην επιστολή του, είχαν αποβιβαστεί στη Λεμεσό μετά την άφιξη της εχθρικής αρμάδας πολλοί Οθωμανοί. Την αντιμετώπισή τους, μεταξύ άλλων, εκλήθη να αναλάβει και ο διοικητής Θωμάς Μπλέσσας. Κατά τη διάρκεια της επιχείρησης, όπως γράφει, ακολούθησαν πολλές συμπλοκές, έτσι σκοτώθηκαν πολλοί ενώ πέντε άτομα αιχμαλωτίστηκαν. Στην ίδια συμπλοκή σκοτώθηκε ένας ιππέας του και, επίσης, πληγώθηκαν άλλοι δύο από τον δικό του λόχο.

 

Αργότερα, όταν “στασίασαν”, όπως σημειώνει, οι κάτοικοι των Λευκάρων, έλαβε και ο ίδιος μέρος στη σκληρή τιμωρία τους, μαζί με τους ιππείς του. Ας ακολουθήσουμε όμως τα γραφόμενά του. Μας πληροφορεί ότι στην όλη επιχείρηση δεν έλαβε μέρος μόνο αυτός και ο λόχος του, αλλά επίσης και ένας άλλος διοικητής ενός λόχου του ελαφρού ιππικού, ο Ανδρέας Κουρτέσης (Andrea Cortese). Ο στρατιωτικός αυτός διοικητής υπερασπίστηκε τη Λευκωσία και σε μια επίθεση που είχε γίνει έξω από τα τείχη, στις 26 Ιουλίου 1570, έχασε τη ζωή του. Ο Θωμάς Μπλέσσας μας πληροφορεί ότι κατά των κατοίκων των Λευκάρων εκτός από τους εκατό ελαφρούς ιππείς (stradioti) έλαβε μέρος και ένας λόχος αποτελούμενος από εξακόσια άτομα της πολιτοφυλακής, δηλαδή των τσέρνιδων, όπως αποκαλούνταν. Σχετικά με την τιμωρία των στασιαστών, ο διοικητής Θωμάς Μπλέσσας μνημονεύει τα ακόλουθα. Όλοι οι στασιαστές χωρικοί, γράφει, σφαγιάσθηκαν εκτός από τους πρωτεργάτες της στάσης, οι οποίοι αιχμαλωτίστηκαν και στη συνέχεια απαγχονίστηκαν ανάποδα. Ύστερα από αυτό το επεισόδιο, όπως καταγράφει στο αίτημά του, επιστρέφοντας στη Λευκωσία συνάντησαν στο χωριό Κοτσιάτης (Cocchiati) μια ομάδα Οθωμανών έφιππων, που επιδίδονταν σε λεηλασίες. Αφού κατάφεραν και σκότωσαν αρκετούς από αυτούς, μετέφεραν στην πόλη τα κεφάλια τους. Επίσης κατόρθωσαν να αιχμαλωτίσουν μερικούς ζωντανούς και τους μετέφεραν στη Λευκωσία και απέσπασαν επίσης δύο άλογα και άλλα λάφυρα. Στη συνέχεια ακολουθεί η εξιστόρηση του Μπλέσσα σχετικά με τη δράση του κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Λευκωσίας. Αναφέρει ότι πληγώθηκε και όταν η πόλη κατελήφθη από τον εχθρό, κατάφερε να διαφύγει και να φθάσει στην Αμμόχωστο. Εκεί, κατ’ εντολή του Μarcantonio Bragadin ανέλαβε ως διοικητής ενός λόχου του ελαφρού ιππικού. Πολέμησε και εκεί γενναία για να αιχμαλωτιστεί, τέλος, με την παράδοση της πόλης στον εχθρό. Η αιχμαλωσία του διήρκεσε τρία χρόνια και σ’ όλη αυτή την περίοδο έζησε σιδηροδέσμιος. Δέχθηκε αφόρητες πιέσεις από τους Οθωμανούς για να εξισλαμισθεί, αλλά δεν κάμφθηκε το ηθικό του. Τέλος, κατόρθωσε ν’ απελευθερωθεί με την καταβολή λύτρων. Ζητούσε με το ίδιο αίτημα οικονομική ενίσχυση, να τιμηθεί με τον τίτλο του ιππότη και μία θέση για να υπηρετήσει στα βενετικά στρατιωτικά σώματα, γιατί είχε απολέσει τα πάντα όπως πατρίδα, οικογένεια, περιουσία.

 

Η ανηλεής σφαγή στα Λεύκαρα δεν ήταν η πρώτη που είχε επισυμβεί κατά τα έτη της βενετικής κυριαρχίας, στη μεγαλόνησο. Μία άλλη αρχειακή μαρτυρία μας αποκάλυψε ότι μετά το κίνημα του Διασσωρινού, το 1562, επειδή θεωρήθηκαν ένοχοι, κάτοικοι της χερσονήσου Καρπασίας σφαγιάσθηκαν. Η Γαληνοτάτη ήταν πράγματι ανηλεής με τους τυχόν κινηματίες, επαναστάτες ή στασιαστές.

 

ΝΑΣΑ ΠΑΤΑΠΙΟΥ

Φώτο Γκάλερι

Image