Δεκατρία Σημεία

Ήταν λάθος του Μακαρίου;

Image

Ο πρόεδρος Μακάριος προχώρησε στις 30 Νοεμβρίου 1963 σε υποβολή προτάσεων προς τον αντιπρόεδρο δρα Φαζίλ Κιουτσούκ για βελτίωση του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Οι προτάσεις κοινοποιήθηκαν αυθημερόν και στις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις. Οι προτάσεις, μεταξύ άλλων, αφαιρούσαν το δικαίωμα του βέτο από τον Ελληνοκύπριο πρόεδρο και τον Τουρκοκύπριο αντιπρόεδρο και άλλαζαν το σύστημα των χωριστών πλειοψηφιών στη Βουλή των Αντιπροσώπων, περιορίζοντας τα υπερπρονόμια της τουρκοκυπριακής κοινότητας σε εξασφαλισμένα δικαιώματα μειονότητας. Η υποβολή των προτάσεων Μακαρίου, έστω προς συζήτηση, θα δημιουργούσε κατάλληλο κλίμα με σκοπό την καλύτερη λειτουργία του Συντάγματος, αφού ζητήματα όπως το φορολογικό, η στελέχωση των δημοσίων υπηρεσιών και συγκρότησης του Κυπριακού Στρατού παρέμεναν αρρύθμιστα. Ολα αυτά, και η εμφανής προετοιμασία τουρκοκυπριακών κύκλων για μια σύγκρουση, αποτελούσαν εξ ορισμού παράγοντες αποσταθεροποίησης, γεγονός που προκαλούσε εύλογα ελληνοκυπριακές ανησυχίες. Δεν ήταν τυχαία άλλωστε και η δημιουργία της ελληνοκυπριακής παράνομης ένοπλης «Οργάνωσης Ακρίτας», εις γνώση του Αρχιεπισκόπου.

 

Προσδοκίες και λάθη του Αρχιεπισκόπου

Το ζήτημα/ερώτημα διασύνδεσης των προτάσεων με την έναρξη των γεγονότων του Δεκεμβρίου 1963 είναι ακανθώδες. Μεγάλο μέρος της βιβλιογραφίας διασυνδέει τα γεγονότα με την υποβολή των προτάσεων, επιρρίπτοντας ευθύνη στον Αρχιεπίσκοπο και σε σχεδιασμούς του. Αλλο μέρος της βιβλιογραφίας αναφέρεται σε προτάσεις προς συζήτηση, επιρρίπτοντας την ευθύνη στους διχοτομικούς σχεδιασμούς της Αγκυρας. Ωστόσο, η προσπάθεια ερμηνείας των πρωτοβουλιών του Μακαρίου πρέπει να συνεκτιμήσει και άλλα στοιχεία, όπως αυτά εμφανίζονταν στο δεύτερο μισό του 1963.

 

O Αρχιεπίσκοπος αγνόησε τις προειδοποιήσεις της ελληνικής κυβέρνησης για μη διατάραξη του καθεστώτος των συμφωνιών και προχώρησε στην υποβολή των δεκατριών σημείων, έχοντας την υποστήριξη-ενθάρρυνση του Βρετανού ύπατου αρμοστή σερ Αρθουρ Κλαρκ. Θεώρησε, δηλαδή, ότι είχε τη στήριξη της Βρετανίας, μιας εκ των εγγυητριών δυνάμεων, με την οποία από τον Μάιο του 1963 είχε προσπαθήσει να συνεργαστεί για αντικατάσταση της Συνθήκης Εγγυήσεως με μια Συνθήκη μεταξύ Κυπριακής Δημοκρατίας και Ηνωμένου Βασιλείου. Εδώ, όμως, οι εκτιμήσεις του ήταν ατυχείς, αφού έχοντας υπόψη την τουρκική αδιαλλαξία, θα έπρεπε να είχε στο μυαλό του έναν σχεδιασμό αντίδρασης σε περίπτωση αρνητικής αντίδρασης της Αγκυρας και Τουρκοκυπρίων. Αναμένοντας και τη βρετανική υποστήριξη, λόγω της συνεργασίας του με τον Βρετανό ύπατο αρμοστή, είδε την απομάκρυνση από την πολιτική σκηνή του Κων. Καραμανλή τον Ιούνιο του 1963, σε συνδυασμό με την πολιτική αστάθεια που ακολούθησε στην Ελλάδα, ως ευκαιρία απαλλαγής από το βάρος της υπογραφής του το 1959. Ετσι, προχώρησε στην υποβολή των δεκατριών σημείων, χωρίς συνεννόηση με την ελληνική ηγεσία, όπως με επιστολή του παραδέχθηκε στον Ελληνα πρωθυπουργό την 1η Μαρτίου 1964.

 

Τα «13 σημεία» επένδυαν στη δυνατότητα να πεισθεί η Τουρκία να διαπραγματευτεί και εδράζονταν στην πεποίθηση του Αρχιεπισκόπου ότι με τη βρετανική στήριξη θα ακολουθούσε ένας κύκλος διαπραγματεύσεων.

 

Ο Αρχιεπίσκοπος προσδοκούσε:

  1. Στη βρετανική υποστήριξη που θα απέτρεπε τουρκική επέμβαση για να μη διαταραχθεί η ειρήνη στην ευρύτερη περιοχή.
  2. Στη στήριξη από την αντιζυριχική στάση του Γ. Παπανδρέου που βρισκόταν στην εξουσία από τις 3 Νοεμβρίου 1963.
  3. Στην επίσης αναμενόμενη στήριξη της ΕΛΔΥΚ σε περίπτωση αντίδρασης των Τουρκοκυπρίων.
  4. Στην εκτίμηση ότι η πιθανότητα ενός ελληνοτουρκικού πολέμου –που θα έφερνε ρήγματα στη δυτική συμμαχία– θα προσέκρουε στη θέληση των ΗΠΑ να τον αποτρέψουν.
  5. Στην εκτίμηση ότι ο σοβιετικός παράγοντας δεν θα έμενε ασυγκίνητος σε περίπτωση έντασης.

 

Προκύπτει, λοιπόν, ότι ο Αρχιεπίσκοπος δεν εκτίμησε σωστά:

  1. Την αντίδραση της Αγκυρας.
  2. Τη στρατιωτική δυναμική των Τουρκοκυπρίων.
  3. Τον ρόλο της Βρετανίας.
  4. Την ελληνική υποστήριξη.
  5. Την πιθανή δράση των εξτρεμιστικών ομάδων και των δύο κοινοτήτων.

 

Οταν ξέσπασαν οι διακοινοτικές ταραχές, οι εξελίξεις σε πολιτικοστρατιωτικό επίπεδο είχαν προφανώς πάρει άλλη πορεία από τους σχεδιασμούς του Αρχιεπισκόπου. Η απειλή της Τουρκίας και το ενδεχόμενο ελληνοτουρκικής σύρραξης άλλαξαν τα δεδομένα. Η Ελλάδα βρέθηκε σε προεκλογική περίοδο, ενώ η Κύπρος ανέμενε τη στρατιωτικοπολιτική υποστήριξή της. Η ΕΛΔΥΚ δεν βοήθησε την «Οργάνωση Ακρίτας», γεγονός που τραυμάτισε τις σχέσεις Ελλαδιτών και Ελληνοκυπρίων τη στιγμή που ο κίνδυνος εισβολής από την Τουρκία επέβαλλε συστράτευση, σύνεση και συναπόφαση με το εθνικό κέντρο.

 

Ανεξέλεγκτες συνέπειες σε Κύπρο και Ελλάδα

Ας είμαστε όμως ακόμη πιο προσεκτικοί. Δεν θα πρέπει να αγνοούνται τα γεγονότα που συνέβησαν στο διάστημα από 30 Νοεμβρίου 1963 έως την ημέρα έναρξης των συγκρούσεων, τα Χριστούγεννα του ίδιου έτους. Η Τουρκία απέρριψε τις προτάσεις του Αρχιεπισκόπου και δημιούργησε περαιτέρω ένταση στις σχέσεις των δύο κοινοτήτων. Το κλίμα φορτίστηκε ακόμη περισσότερο όταν στις 3 Δεκεμβρίου 1963 σημειώθηκε έκρηξη βόμβας στο άγαλμα του Μάρκου Δράκου στη Λευκωσία, με αποτέλεσμα και οι δύο κοινότητες να τεθούν σε επιφυλακή. Οπως μαρτυρούν πολλοί που έζησαν τα γεγονότα της περιόδου, η κατάσταση «μύριζε μπαρούτι». Στις 21 Δεκεμβρίου 1963, ένας έλεγχος τουρκοκυπριακού οχήματος από Ελληνοκύπριους κατέληξε σε συμπλοκή με δύο νεκρούς Τουρκοκύπριους. Αμέσως μετά και οι δύο κοινότητες τέθηκαν σε επιφυλακή και οι συγκρούσεις επεκτάθηκαν τις επόμενες ημέρες μέχρι τη διαμεσολάβηση των Βρετανών και τη χάραξη της Πράσινης Γραμμής, δηλαδή τον γεωγραφικό διαχωρισμό των δύο κοινοτήτων.

 

Η εξαγωγή συμπερασμάτων είναι ακόμη δυσκολότερη αν κανείς λάβει υπόψη του και τους σχεδιασμούς του ΓΕΕΘΑ. Το ελληνικό Γενικό Επιτελείο Εθνικής Αμυνας εκπόνησε επιτελική μελέτη με θέμα «Εξέλιξις της καταστάσεως εις Κύπρον» στις 6 Νοεμβρίου 1963, στην οποία υποστηριζόταν ότι οι διεθνείς συνθήκες, καθώς και η κατάσταση στην Ελλάδα και στην Τουρκία ήταν ευνοϊκές για την επιτυχία του «σχεδίου Μακαρίου» σε τέσσερα στάδια: «1) Προσβολή των αρνητικών Σημείων του Συντάγματος, 2 ) Καταγγελία της Συνθήκης Εγγυήσεως, 3) Αυτοδιάθεσις, 4) Υποβολή αιτήσεως προς την Ελλην. Κυβέρνησιν εάν δέχεται την ΚΥΠΡΟΝ να ενωθή μετά του λοιπού Ελληνικού Κορμού».

 

Και σε αυτή την περίπτωση όμως χρειάζεται προσοχή. Σε ποιο «σχέδιο Μακαρίου» αναφέρεται το ΓΕΕΘΑ; Ηταν πράγματι «σχέδιο Μακαρίου» ή μήπως ήταν εκτίμηση του ΓΕΕΘΑ; Αν όντως ο Μακάριος μπορούσε να εκπονεί σχέδια τα οποία στήριζε το ΓΕΕΘΑ και δεν είχαν κατόπιν δυνατότητα εφαρμογής και επιτυχίας, τότε το πρόβλημα μετατοπίζεται αλλού. Αν, από την άλλη, το ΓΕΕΘΑ κατάρτιζε σχέδια τα οποία στις 25 Ιανουαρίου 1964 χαρακτηρίστηκαν από τον εν δυνάμει πρωθυπουργό Γ. Παπανδρέου μη εφαρμόσιμα, τότε η αναζήτηση ευθυνών οδηγεί σε βαθύτερα αίτια. Αρκεί μόνο να αναφερθεί ότι η βρετανική και η αμερικανική πρεσβεία επισήμαιναν μήνες μετά την κρίση ότι υπήρχαν «ανώτατοι αξιωματικοί» που ήθελαν να εμπλέξουν την ελληνική κυβέρνηση σε μια κρίση στην Κύπρο. Είναι πολύ πιθανόν ο Αρχιεπίσκοπος, όταν στις 6 Αυγούστου 1963 έλεγε στον σερ Αρθουρ Κλαρκ ότι είχε πρόθεση υποβολής των προτάσεων του αρχές του 1964, έτσι ώστε να οδηγηθεί στις εκλογές του 1965 πετυχαίνοντας τις πολυπόθητες συνταγματικές αλλαγές, να ανησυχούσε από αναμενόμενες ένοπλες συγκρούσεις και τη συνεχώς αυξανόμενη ένταση που υπήρχε μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Δηλαδή, ο Αρχιεπίσκοπος υπέβαλε τα 13 σημεία τον Νοέμβριο του 1963, νωρίτερα από ό,τι σχεδίαζε, με στόχο να προλάβει ή ακόμα και να αποτρέψει αναμενόμενες ένοπλες συγκρούσεις. Ο Αρχιεπίσκοπος, μαζί με την επιδίωξή του να βελτιώσει το δυσλειτουργικό Σύνταγμα, είναι πιθανό να ήθελε να αποφύγει αναμενόμενες συγκρούσεις, να κρατήσει υπό τον έλεγχό του τις εξελίξεις, στοχεύοντας πρωτίστως σε μια ειρηνική επίλυση των διακοινοτικών διαφορών.

 

Η κυπριακή σύγκρουση ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία

Υπό αυτές τις συνθήκες θα πρέπει κάποιος να είναι πολύ προσεκτικός στα συμπεράσματά του. Δηλαδή η ανάγνωση ότι τα «13 σημεία» προκάλεσαν τις διακοινοτικές ταραχές παραμένει παντελώς ατεκμηρίωτη. Ο Αρχιεπίσκοπος ήταν εξοργισμένος με την έκταση των γεγονότων και με ενέργειες κάποιων που έφεραν της ελληνοκυπριακή κοινότητα σε δύσκολη θέση. Σε κάθε περίπτωση είναι σχεδόν απίθανο ο Μακάριος να μην είχε εκτιμήσει την πιθανότητα κάποιου είδους κρίσης, αφού οι μαρτυρίες πρωταγωνιστών της «Οργάνωσης» επιβεβαιώνουν ότι όχι μόνο δεν την απέκλειε, αλλά την πιθανολογούσε.

 

Οπως και να ’χουν τα πράγματα, οι εξελίξεις των γεγονότων δεν δικαίωσαν τις υπερβολικά φιλόδοξες προσδοκίες του πρώτου προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας: η στήριξη της Βρετανίας μετά την υποβολή των «13 σημείων» ήταν ασθενής, το ίδιο και η στήριξη της ελληνικής κυβέρνησης που αγνοήθηκε πριν από την υποβολή των προτάσεων. Η Αθήνα εκτίμησε την κατάσταση στην Κύπρο σύμφωνα με τις συμμαχικές της υποχρεώσεις και δεσμεύσεις και όχι μέσα από το πρίσμα της πολιτικής του Αρχιεπισκόπου. Ακόμη, ο Αρχιεπίσκοπος υπολόγισε εσφαλμένα τη δυνατότητά του να ελέγξει πλήρως τις ενέργειες της «Οργάνωσης Ακρίτας» και των άλλων ένοπλων ελληνοκυπριακών ομάδων. Περαιτέρω ο Αρχιεπίσκοπος δεν εκτίμησε τη δυνατότητα και το μέγεθος της αντίδρασης των Τουρκοκυπρίων.

 

Σε κάθε περίπτωση όμως, οι προτάσεις αλλά και οι προθέσεις του Αρχιεπισκόπου δεν πρέπει να συνδέονται με τα γεγονότα του Δεκεμβρίου, ούτε και να αποτιμώνται ως μονομερής απόφαση αναθεώρησης του Συντάγματος, με σκοπό την πρόκληση διακοινοτικών ταραχών, αλλά ως μια πρόταση διαπραγμάτευσης, η οποία ωστόσο αποτέλεσε και την πρόφαση, έστω και κακόπιστη, για την άλλη πλευρά. Με άλλα λόγια, ακόμη και αν αποδεχθεί κάποιος ότι η πρόταση δεν είχε σκοπό να προκαλέσει διακοινοτική αντιπαράθεση, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν την επιτάχυνε.

 

ΑΓΓΕΛΟΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

Δρ. Ιστορίας Πανεπιστημίου Κύπρου