Σαλίγκαρος

Ο καράολος στην κυπριακή κουζίνα και λαογραφία

Image

Οι καραόλοι ή καράολοι ή καράβολοι, όπως λέγονται στην Κύπρο, αναπαράγονται με αυγά, μερικά δε είδη είναι ερμαφρόδιτα˙ ένα τέτοιο είδος πιθανώς, που βρίσκεται στην Κύπρο, είναι οι λεγόμενοι μνούχαροι.

 

Όλα τα είδη των καραόλων τρώγονται και θεωρούνται σαν πολύ καλή λιχουδιά, γι’ αυτό είναι πανάκριβοι. Οι πιο εύγευστοι και ακριβοί είναι οι μεγάλοι καραόλοι που λέγονται πάπουτσοι ή μνούχαροι ή ήμεροι, αφθονούν δε στη χερσόνησο της Καρπασίας, τα Κοκκινοχώρια και τα νότια παράλια από τη Λάρνακα μέχρι τη Λεμεσό. Το μέγεθός τους φθάνει τα 4-6 εκατοστόμετρα. Σε ορισμένα χωριά το μάζεμα αυτών των καραόλων γίνεται κατά τη διάρκεια της νύκτας, με φώτα, όταν ψιχαλίζει ή όταν ο καιρός είναι υγρός και νοτερός, γιατί τότε εγκαταλείπουν τις κρύπτες τους και κυκλοφορούν. Οι μικρότεροι από τους πάπουτσους λέγονται άσπροι και βρίσκονται παντού, εκτός από τις βουνοκορφές, σε μεγάλους αριθμούς. Το μέγεθός τους φθάνει τα 3-4 εκατοστόμετρα. Αφθονούσαν στην περιοχή της Μύρτου και ήσαν γνωστοί με το όνομα οι καραόλοι των Πανάγρων.

Οι μικρότεροι καραόλοι λέγονται καραολιά ή καραολούδκια της κουφής ή κατσοσ΄οίρκα και το μέγεθός τους φθάνει τα 2 εκατοστόμετρα. Βρίσκονται κατά χιλιάδες παντού, ιδίως στα παράλια και στους κήπους της Μόρφου και του Φασουριού, στους οποίους προκαλούν μεγάλες καταστροφές. Στη Μόρφου τους χρησιμοποιούσαν ως ορεκτικά, αφού τους έβραζαν και τους ράντιζαν με ξίδι. Κάθε βράδυ, πωλητές γύριζαν τις ταβέρνες και διέθεταν τα βρασμένα καραολιά, εφοδίαζαν δε τον κάθε πελάτη με μια καρφίτσα για να τα βγάζει από το κέλυφος.

 

Όπως διασώζουν αρχαίοι συγγραφείς, σε πολλά μέρη, ιδιαίτερα μετά την ταφή των νεκρών, συνηθιζόταν να προσφέρονται κοχλίαι ως «παρηγοριά» στους παρευρισκομένους στην κηδεία. Σε νεκροταφεία της Πομπηίας βρέθηκε πληθώρα από κελύφη καραόλων, τέτοια δε κελύφη βρέθηκαν και σε πολλούς τάφους στην Κύπρο. Ο συγγραφέας Πλίνιος αναφέρει ότι τα σαλιγκάρια αποτελούσαν εκλεκτό και περιζήτητο έδεσμα των Ρωμαίων, μέχρι δε σήμερα ορισμένο είδος καραόλων είναι γνωστό με το όνομα καραόλοι των Ρωμαίων.

 

Λαογραφικά: Μερικές χαρακτηριστικές κυπριακές παροιμίες ή φράσεις που αναφέρονται στους καραόλους, είναι:

 

Εσυναχτήκαν, εκουβαρκαστήκαν, χογλάζουν ή τραουδούν σαν τους καραόλους. Λέγεται για τις περιπτώσεις που πολλοί συγκεντρώνονται στο ίδιο μέρος και φωνάζουν, συζητώντας «περί ανέμων και υδάτων».

 

Όταν η σάρκα του καραόλου δύσκολα αποχωρίζεται από το κέλυφος, του λένε: πέντε ρούφα τζι' έναν έβκα.

 

- Ρουφούν καραόλους, δηλαδή φιλιούνται (λέγεται συνήθως για νεοαρραβωνιασμένους).

 

- Η σούππα που μας έκαμες, εμ με το ζουμίν τους καραόλους. Λέγεται για σούπα άγευστη.

 

 Κάποτε, το ψάρι τσακώθηκε με τον καράολο και του είπε:

 

- Άτε ρε μύξη!

 

Οπότε ο καράολος του απάντησε:

 

- Εμέναν ούλλοι τρων τζ'αι πίννουν, μα ‘σέναν τρων τζ'αί φτύννουν!

 

Καράολος λέγεται και η ξυλόβιδα του ελαιοτριβείου, όπως και ένα είδος φυτού. Το διάφραγμα με το οποίο ο καράολος κλείνεται στο κέλυφός του κατά τη διάρκεια της νάρκης του, λέγεται στουππαρέλλιν ή στούππωμαν ή φουρέλλιν ή τσίππα.

 

Πηγή

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια