Ζουρόπουλλον

Image

Ήρωας κυπριακού ακριτικού τραγουδιού με θέμα την αρπαγή της γυναίκας του Κωσταντά (Ν. Κληρίδη, Κυπριακά Δημοτικά Τραγούδια, τόμ. Β', 1968, σσ. 127-131). Το όνομα προέρχεται από τον τύπο Σγουρόπουλλον που είναι υποκοριστικό του βυζαντινού επωνύμου Σγουρός.

 

Στα κυπριακά ακριτικά τραγούδια με θέμα την αρπαγή της κάλλης του Κωσταντά αναφέρονται σαν θρασείς άρπαγες το Αδδρειόπουλλον, το Ζουρόπουλλον, το Μιτσόπουλλον, το Σκλερόπουλλον και το Φτερόπουλλον. Η υπόθεση και η εξέλιξη της δράσης σ' αυτά τα τραγούδια παρουσιάζουν πλείστα κοινά στοιχεία.

 

Το Ζουρόπουλλον, όπως και οι άλλοι ήρωες του κύκλου αυτού των ακριτικών, καταλαμβάνεται από μεγάλη επιθυμία να αποκτήσει την κάλλην, την ωραία γυναίκα του Κωσταντά. Πηγαίνει στη μητέρα του, της ανακοινώνει την πρόθεσή του και ζητά την ευχή της:

 

Βάρ' μου, μανούλλα, την ευτζ'ήν στου Κωσταντά να πάω.

την κάλην του χουμίζουσιν, να πάω να τημ πάρω,

να φέρω τζ'αι τηδ δούλαν της έσσω να μας δουλεύκει,

να μας ιστρώννει   'π' ανωρίς τζ'αι να μας μαειρεύκει

(Ν. Κληρίδης, ό.π.π., σ. 127, στ. 7-10).

 

Η μάνα του αστρονομά και τον αποτρέπει γιατί προβλέπει το κακό του τέλος. Το Ζουρόπουλλον παραπονεμένο καταφεύγει πρώτα στον πατέρα του και ύστερα στον αδελφό του και τους ζητά την ευχή τους. Και αυτοί όμως τον αποτρέπουν γιατί γνωρίζουν την παλικαριά του Κωσταντά. Ο νεαρός ήρωας φεύγει πικραμένος, κάμνει μια προσευχή στο Θεό να βρει τον Κωσταντά άοπλο και τα θηρία του δεμένα ή κλειδωμένα και αναχωρεί. Φθάνει στο σπίτι του Κωσταντά και βρίσκει τα πράγματα όπως ήθελε. Ο Κωσταντάς τον υποδέχεται με ευγένεια, τον αποκαλεί «ανίψιν μου» και τον προσκαλεί στο τραπέζι. Το Ζουρόπουλλον με θρασύτητα αποκαλύπτει τους σκοπούς του, οπότε ο Κωσταντάς του παραδίνει την κάλλην του, ενώ εκείνη του μιλά προσβλητικά για την παλικαριά του.

 

Μόλις το Ζουρόπουλλον αναχωρεί, ο Κωσταντάς αρματώνεται, παίρνει τον κοντράππαρον, το πιο γέρικο άλογο του στάβλου του, πετά σαν άνεμος πάνω από τα σύννεφα και κυνηγά τον άρπαγα. Σε μια στιγμή κινδυνεύει από τη δύναμη και την ορμή του μαύρου και κόβει το ένα φτερνιστήρι. Το Ζουρόπουλλον κάποια στιγμή ακούει πίσω του ταραχή και νομίζει πως στράφτει τζ'αί βροντά τζ'αί ρίβκει τζ'αί χαλάζιν (στ. 153), ενώ η λυερή χαμογελά γιατί είχε αντιληφθεί πως Εν' άππαρος του Κωσταντά τζ'αί ψιλοσ’ισσ’ινίζει (στ. 163).

 

Σε λίγο ο Κωσταντάς τον προλαβαίνει, αρπάζει τη γυναίκα του, την καθίζει στον μαύρο και ξυλοφορτώνει το Ζουρόπουλλον. Όταν όμως πληροφορείται ότι δεν έμεινε ανέγγιχτη, κόβει το κεφάλι του άρπαγα και το στέλλει στον πατέρα του, ενώ γυρίζοντας στο σπίτι με την γυναίκα του περνά από τη μητέρα του νεαρού ήρωα και κάνει το παράπονό του για την προσβολή. Η μάνα εξηγεί πως και η ίδια και ο πατέρας του τον απέτρεψαν αμμά ' ν ακρόστην κανενού τζ' έχασεν την ζωήν του.

 

Το ποίημα, όπως το έχει καταγράψει ο Ν. Κληρίδης από τον Αγρό, παρουσιάζει ποιητάρικα στοιχεία αλλά είναι φανερό ότι διασώζει πολύ παλαιά παράδοση.