Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ψυχομαχώ »

Ρήμα

Σημασία:

είμαι προς το τέλος της ζωής μου και λίγο πριν τον θάνατο.

Ετυμολογία:

ψυχή+μάχη

Συνώνυμα:

ψυχομασ̌εί

Ειδικές φράσεις:

«...ώστι που ΄ννα ψυχομαχώ, να συναντήσω Χάρον, θέλω σε με στ΄αγκάλια μου, μιτά μου να σε πάρω» (Ττάκκας Δημήτρης «Νερόν τρεχάτον», βιβλιοθ. Κυπρίων Λαϊκών Ποιητών, Επιμέλεια Δρα Κ. Γιαγκουλλή, σελ. 10, 1998) ή «άλλοι ψυχομασ̌ιούν τζ̌΄άλλοι καυλομαχούν» (άλλοι ψυχομαχούν και άλλοι έχουν σεξουαλικές ορέξεις) Ή «ψυχομασ̌ιεί τζ̌΄ο χάρος λύπει» (για κάποιον που δεν δεν έχει ελπίδες επιβίωσης)