Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ολόσωστη (η) »

Επίθετο

Σημασία:

η τελείως σωστή.

Ετυμολογία:

ολόκληρη+σωστή

Ειδικές φράσεις:

«...που εν΄που λοαρκάζουσιν να παν να σταματήσουν θέλουν την γην ολόσωστην τούτοι να την κερτίσουν...» (Κωσταντίνου Γαβριήλ, «Πριν να βουττήσ’ ο ήλιος», Βιβλιοθ. Κυπρ. Λαϊκών Ποιητών, σελ. 18, 1982)