Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου
« Ανεμοπετάσης (ο) »
Ουσιαστικό
Σημασία:
ο πολύ γρήγορος.
Ετυμολογία:
άνεμος+πετάσης= αυτός που πετά
Ειδικές φράσεις:
«...τζ̌αι φέρτε μου τον μαύρο μου τον ανεμοπετάσην,
μάρμαρα κάμνει κορνιαχτούς στους ουρανούς τζ̌αι πάσιν...»
(Μενάνδρου Σίμου, «Τοπωνυμικαί και λαογραφικαί μελέται», σελ. 361, Λ/σία, 2001)