Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Ανεπίστροφος (ο) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

αυτός που δεν επιστρέφει.

Ετυμολογία:

ανε= άνευ, χωρίς+επιστροφή