Μπελφεράτζιο Τιμπάλτο Belferago Tebaldo

Image

Ιππότης στο φραγκικό βασίλειο της Κύπρου. Είναι γνωστό μέσα από το χρονικό της γλυκείας χώρας Κύπρου του χρονικογράφου Λεοντίου Μαχαιρά. Είχε μεγάλες ικανότητες στρατιωτικές και ευφυία, απέκτησε τίτλους και φέουδα, συσσώρευσε πλούτο και τιμήθηκε από τον δόγη της Βενετίας με προνόμιο, το οποίο του παραχωρήθηκε με χρυσή σφραγίδα (bolla aurea). Το τέλος του, ωστόσο, υπήρξε τραγικό, αφού κατ΄ εντολή της βασίλισσας Ελεονώρας, βασανίστηκε άγρια πριν απαγχονιστεί έξω από την πόλη της Λευκωσίας.

 

Τα στοιχεία για τον Κύπριο ιππότη, Thebat Belfaragge, απαντούν εκτός από το Χρονικό του Λεοντίου Μαχαιρά και στον Κύπριο ιστορικό Φλώριο Βουστρώνιο. Αναφέρεται  ότι ο Belfaragge ήταν ελληνικής καταγωγής ή πολύ πιθανόν συριακής. Το όνομά του απαντά ποικιλοτρόπως στις πηγές, όπως Thebat Belfaragge, Tebaldo Belferago και στον Λεόντιο Μαχαιρά αναφέρεται ως Τιπάτ. Χαρακτηρίζεται ως σοφός και ευρηματικός και έδωσε σημαντικές συμβουλές στον ίδιο τον νεαρό βασιλιά, Πέτρο Β´ Lusignan, ώστε να καταστεί δυνατό να ηττηθούν και να εκδιωχθούν οι Γενουάτες, που είχαν καταλάβει την Αμμόχωστο και να περάσει εκ νέου η πόλη στην εξουσία του βασιλιά. Ο Belfaragge τελικά το 1375 προσπάθησε να ανακαταλάβει την Αμμόχωστο, σύμφωνα με το σχέδιο που είχε καταστρώσει και είχε προτείνει ο ίδιος στον βασιλιά Πέτρο Β´ Lusignan.

O Belfaragge κατά τη χρονική περίοδο από το 1367 έως το 1376, σχεδόν για μία δεκαετία πρωταγωνιστεί στα γεγονότα του φραγκικού βασιλείου της Κύπρου. Είχε εισέλθει ήδη στην υπηρεσία του βασιλιά Πέτρου Α´ Lusignan -του ρήγα της Ανατολής και βασιλιά της Δύσης- και μετά τη δολοφονία του συνέχισε να υπηρετεί τον νεαρό και οπωσδήποτε άπειρο βασιλιά της Κύπρου, Πέτρο Β´ Lusignan. Σύμφωνα με τις πηγές, ο Belfaragge είχε συνοδεύσει τον βασιλιά Πέτρο A´ Lusignan τo 1367 σε ταξίδι του στη Ρώμη, ωστόσο μεγαλύτερη επιρροή και εξουσίες είχε λάβει επί βασιλείας του νεαρού βασιλιά, Πέτρου Β´ Lusignan. To 1370 είχε μεταβεί στη Βενετία, αφού συνεννοήθηκε με τον βασιλιά, για να λάβει ενισχύσεις και να πραγματοποιήσει το σχέδιο που είχε καταστρώσει για την κατάληψη της Αμμοχώστου από τους Γενουάτες.

Για να κατορθώσει να ανακαταλάβει από τους Γενουάτες την Αμμόχωστο πρότεινε να ζητηθεί βοήθεια και ενισχύσεις από την ισχυρή Βενετία. Προσφέρθηκε να μεταβεί έτσι στην πόλη των τεναγών και με τη βοήθειά τους να αρματωθούν γαλέρες και νάβες και να στρατολογηθούν πολεμιστές για να πολιορκήσουν την Αμμόχωστο για εξουδετέρωση των Γενουατών, που είχαν καταλάβει την πόλη. Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι μεταξύ της Γαληνοτάτης και της Γένουας, επειδή ήταν και οι δύο πόλεις - κράτη και ισχυρές ναυτικές δυνάμεις στη Μεσόγειο και στη Μαύρη Θάλασσα, υπήρχε μεταξύ τους τόσο μεγάλος ανταγωνισμός, που καθιστούσε τις δύο ναυτικές δυνάμεις εχθρικές μεταξύ τους. Το γεγονός αυτό, δηλαδή η στρατιωτική ενίσχυση του βασιλείου της Κύπρου από βενετικές δυνάμεις, συνέφερε οπωσδήποτε τόσο το βασίλειο της Κύπρου, όσο και τη Γαληνοτάτη για τα δικά της εμπορικά και ναυτιλιακά συμφέροντα, αφού οι δυνάμεις αυτές θα στρέφονταν εναντίον των Γενουατών για να τους εκδιώξουν από την Αμμόχωστο.

 

Δι’ ασήμαντον αφορμήν

Οι Βενετοί είχαν εγκατασταθεί πολύ νωρίς στην Κύπρο πριν την φραγκική περίοδο και είχαν δημιουργήσει μια παροικία και τους είχαν παραχωρηθεί  προνόμια. Αργότερα επί Φραγκοκρατίας, τους είχαν επίσης παραχωρηθεί προνόμια, τα οποία ανανεώνονταν και επικυρώνονταν, αλλά τους παραχωρούνταν ακόμη και περισσότερα κατά καιρούς από τους Φράγκους βασιλείς της Κύπρου. Προνόμια, επίσης, είχαν παραχωρηθεί και στη γενουατική κοινότητα στην Κύπρο και κυρίως στις δύο πόλεις λιμάνια, Λεμεσό και Αμμόχωστο, με το δικαίωμα να μπορούν σε συγκεκριμένους χώρους να οικοδομούν και να εγκαθίστανται.

Κατά τη στέψη του βασιλιά Πέτρου Β´ Lusignan ως βασιλέα της Ιερουσαλήμ, που εθιμικά λάμβανε χώρα στην Αμμόχωστο, αφού η Ιερουσαλήμ κατελήφθη από τους Άραβες, στην όλη τελετή έπαιρναν μέρος και εκπρόσωποι των δύο κοινοτήτων. Δεν άργησε να δοθεί η αφορμή και άρχισαν οι συμπλοκές μεταξύ των Γενουατών και των Βενετών. Πολλοί Γενουάτες είχαν στις συμπλοκές σκοτωθεί και είχαν προκληθεί μεγάλες ζημιές και το φραγκικό βασίλειο της Κύπρου δεν μπορούσε να ανταποκριθεί καταβάλλοντας αποζημιώσεις στη Δημοκρατία της Γένουας και έτσι ο γενουατικός στόλος κατέφθασε εναντίον της Κύπρου και κατέλαβε την Αμμόχωστο. Όλα διαπράχθηκαν δι’ ασήμαντον αφορμήν, αλλά πρωτίστως η κύρια αιτία ήταν ο ανταγωνισμός για την επικράτηση των δύο ναυτικών δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι Γενουάτες κυριάρχησαν στην Αμμόχωστο σχεδόν για ένα αιώνα έως το 1464, όταν ο τελευταίος Φράγκος βασιλιάς κατόρθωσε να τους εκδιώξει και να ανακαταλάβει την πόλη.

Σύμβουλος και επιστήθιος φίλος του νεαρού βασιλιά ήταν ο Belfaragge, ο οποίος το 1375 προσπάθησε να ανακαταλάβει την Αμμόχωστο από τους Γενουάτες, αφού προηγουμένως είχε μεταβεί στη Βενετία για να ζητήσει ενισχύσεις για την πολιορκία της Αμμοχώστου. Ίσως η μετάβασή του στη Βενετία και το τιμητικό προνόμιο, το οποίο του παραχωρήθηκε από τον δόγη, να μην αφορούσε μόνο στην ενίσχυση που θα του προσέφεραν για ανακατάληψη της Αμμοχώστου από τους Γενουάτες, αλλά φαίνεται να υπήρχαν και άλλα πιο μεγαλόπνοα σχέδια μεταξύ των Βενετών και τoυ Belfaragge. Τα γεγονότα που επακολούθησαν από το 1370 που είχε μεταβεί στη Βενετία έως τον τραγικό θάνατό του τον Απρίλιο του 1376 μαρτυρούν ότι πολύ πιθανόν εάν κατόρθωνε να ανακαταλάβει την Αμμόχωστο, θα την παρέδιδε στους Βενετούς ή πολύ πιθανόν στη συνέχεια και όλο το βασίλειο της Κύπρου.

Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Βενετία ο Belfaragge έτυχε, όπως προαναφέρθηκε, τιμητικής υποδοχής από τον δόγη και μεταξύ των προνομίων της Συγκλήτου απόκειται και η παραχώρηση υπηκοότητάς  του ως Βενετού πολίτη.  Στο σχετικό έγγραφο παραχώρησης αναφέρονται τα εξής: «Στις 18 Ιουνίου 1370, ο δόγης Ανδρέας Contarini (1367-1382) παραχώρησε στον ευγενή στρατιωτικό, Tebaldo Belferazo, από το βασίλειο της Κύπρου, τον τίτλο του Βενετού πολίτη εις το διηνεκές και στους κληρονόμους του, επειδή προσέφερε φιλόπονες υπηρεσίες προς τη Γαληνοτάτη. Αφού δήλωσε όρκο πίστεως, του παραχωρήθηκε το εν λόγω προνόμιο επικυρωμένο με σφραγίδα χρυσή». Ο Belfaragge, επιστρέφοντας από τη Βενετία, έφερε από την Κρήτη κάποιον Αλεξόπουλο, τον οποίο διόρισε αργότερα αρχηγό του στρατού.

Ο βασιλιάς στη συνέχεια, αφού τον έχρισε πρώτα ιππότη μετά τον διόρισε τουρκοπουλιέρη, δηλαδή στρατιωτικό διοικητή και αρχηγό της σωματοφυλακής του. Μεταξύ άλλων ο βασιλιάς του χάρισε το χωριό Πέτρα της Σολέας και το χωριό Τριμίθθι. Ο χρονικογράφος, ακόμη, μνημονεύει ότι ο αυθέντης της Πέτρας, αν και ήδη πλούσιος, εξέφραζε την επιθυμία του στον βασιλιά ότι θα χαιρόταν εάν του παραχωρούσε και το χωριό Ελιά, το οποίο βρισκόταν πολύ κοντά με το φέουδό του την Πέτρα. Αλλά, όπως ήταν άπληστος, ζητούσε από τον σχεδόν έφηβο και άπειρο βασιλιά να του παραχωρήσει και το φρούριο του Κουρίκου, που κατείχαν οι Lusignan απέναντι, στις ακτές της Μ. Ασίας. Έτσι, ενώ του παραχώρησε την Πέτρα και τη γύρω περιοχή της, καθώς και το χωριό Τριμιθι, λίγο έλειψε να του παραχωρήσει και το χωριό Ελιά. «…και ολίον έμεινεν και δεν την επήρεν». Ο Φλώριος Βουστρώνιος, επιπρόσθετα, χωρίς να αναφέρει την πηγή του, γράφει ότι του ζήτησε ακόμη και το βαϊλάτο της Αχέλειας, αλλά μόλις του το παραχώρησε, του ζήτησε επιπλέον και το Κούρικο και αυτός του απάντησε: «… πάρτε προς το παρόν το βαϊλάτο της Αχέλειας και μια άλλη φορά θα σας παραχωρήσω κάτι άλλο».

Ο Belfaragge, με αρχηγό τον Αλεξόπουλο, πραγματοποίησε ουσιαστικά την πρώτη πολιορκία της γενουατοκρατούμενης Αμμοχώστου εκ μέρους του Φράγκου βασιλιά. Σύμφωνα με τις πηγές της εποχής, ο Αλεξόπουλος οδήγησε το στράτευμα στην Τραπέζα, ένα χωριό έξω από την Αμμόχωστο, που χάθηκε στην πάροδο του χρόνου, όπου εκεί στρατοπέδευσε. Κατά την πολιορκία της Αμμοχώστου έφερε τους πολιορκημένους στα έσχατα ένεκα της έλλειψης τροφίμων και κανείς δεν τόλμησε να βγει έξω από τις πύλες των τειχών.

Παράλληλα, άρχισε η αντίστροφη μέτρηση γιατί η φοβερή μητέρα του βασιλιά Ελεονόρα της Αραγωνίας, αντιλαμβανόμενη την επιρροή του Belfaragge στον νεαρό γιο της, την απληστία του ιδίου και τις φιλόδοξες επιδιώξεις του, κατόρθωσε να τον οδηγήσει καταδικάζοντάς τον σε θάνατο μαζί με τον Αλεξόπουλο. Αφού υπέστη τα φοβερά μεσαιωνικά βασανιστήρια, πριν την εκτέλεσή του ζήτησε να τον περάσουν μαζί με τον Αλεξόπουλο έξω από το ανάκτορο των Lusignan για να ζητήσει χάρη από τη βασλιλισσα για να ακούσει την ανελέητη απάντηση της Ελεονόρας κατά τον Λεόντιο Μαχαιρά: « Επάρτε τους φονιάδες και τους  παράβουλους  αππώδε». Όπως μας παραδίδεται από το Χρονικό του Λεοντίου Μαχαιρά, στοιχεία που απαντούν και  στον Φλώριο Βουστρώνιο, ο Belfaragge λίγο πριν οδηγηθεί στον τόπο εκτέλεσής του ανταπάντησε στη βασίλισσα αιτιολογώντας την αμείλικτη συμπεριφορά της. «Α, βρωμισμένη  και κακή πολιτική (Αh! Brutta puttana) επεθύμησές με να σ΄έχω …. και εγώ δεν εθέλησα  να ποίσω αντροπήν  έσσω του αφέντη μου, και δια τούτον μου κρούεις τούτον τον πικρόν θάνατον».

Mετά τον απαγχονισμό του Thebat Belfaragge, η κατοικία του λεηλατήθηκε, στην οποία βρέθηκε μεγάλος πλούτος σε χρυσό, άργυρο και χρήμα. Μεταξύ των πολύτιμων αντικειμένων που υπήρχαν  στην κατοικία του Belfaragge, ήταν και ένα εκπληκτικό  γυναικείο διάδημα  (sella da donna) που ήταν στολισμένο με μεγάλα μαργαριτάρια και άλλους πολύτιμους λίθους. Τα  διαδήματα αυτά ήταν συνήθως καμωμένα από βελούδινο ή μεταξωτό ύφασμα που τα διακοσμούσαν με πολύτιμα μαργαριτάρια ή και άλλους πολύτιμους λίθους. Το έξοχο  αυτό διάδημα  παραδόθηκε στον βασιλιά για να το χαρίσει στη μέλλουσα σύζυγό του  Βαλεντίνα Visconti, θυγατέρα του δούκα του Μιλάνου που αναμενόταν να φθάσει σύντομα στη μεγαλόνησο  για να  τον παντρευτεί  και να στεφθεί βασίλισσα της Κύπρου.

 

ΝΑΣΑ ΠΑΤΑΠΙΟΥ