Χαλκού εποχή

Η οικονομία της Κύπρου κατά την εποχή του Χαλκού

Image

 Κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού οι εμπορικές σχέσεις της Κύπρου με το εξωτερικό ήταν πάρα πολύ περιορισμένες.  Πολύ λίγα εισηγμένα προϊόντα βρέθηκαν σε κυπριακούς οικισμούς και, παράλληλα, ελάχιστα κυπριακά προϊόντα μαρτυρούνται σε γειτονικές χώρες.  Εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση της Ταρσού της Κιλικίας, όπου τα εισηγμένα κυπριακά αντικείμενα φανερώνουν αρκετά συχνές επαφές με την Κύπρο για κάποιο χρονικό διάστημα στο μεταίχμιο της Χαλκολιθικής και της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού.  Μια άλλη μαρτυρία που υποδηλώνει κάποιες εξαγωγές κυπριακού χαλκού ήδη από το τέλος της τρίτης χιλιετίας π.Χ. είναι η αναφορά της Αλάσιας ως χαλκοπαραγωγού χώρας σε αρχαία κείμενα της πόλης Έμπλα στη Συρία. Γενικά όμως μπορούμε να πούμε ότι η Κύπρος για μια περίοδο πεντακοσίων ετών, στην αυγή της Εποχής του Χαλκού, χαρακτηριζόταν από αυτάρκεια και μια σχετική απομόνωση. 

 

Στη διάρκεια της Μέσης Εποχής του Χαλκού, η Κύπρος ανέπτυξε στενές εμπορικές σχέσεις με γειτονικές χώρες, την Αίγυπτο, τη Συρία και την Παλαιστίνη, ενώ με την περιοχή του Αιγαίου οι επαφές ήταν πιο περιορισμένες. Σε αντάλλαγμα για την κυπριακή κεραμική και τα άλλα προϊόντα, κυρίως χάλκινα, που παράγονταν σε αφθονία, εισάγονταν συνεχώς στο νησί διάφορα ξένα εμπορεύματα ιδιαίτερα κασσίτερος, φαγεντιανή, αλάβαστρο, χρυσάφι, ασήμι και πολύτιμες πέτρες. Ο κασσίτερος αναμιγνυόταν με το χαλκό για την παραγωγή μπρούντζου, που είναι σκληρότερο μέταλλο, με τον οποίο κατασκευάζονταν λεπίδες δρεπανιών και μαχαιριών, σπαθιά, αξίνες, καρφίτσες, σκουλαρίκια, δαχτυλίδια, βραχιόλια και πολλά άλλα σκεύη, εργαλεία και κοσμήματα.  Σύμφωνα με γραπτές μαρτυρίες κατά το τέλος της Μέσης Χαλκοκρατίας γινόταν εξαγωγή χαλκού στο Μάρι της Μεσοποταμίας.

 

Στην αρχή της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, οι σχέσεις της Κύπρου με τα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη άρχισαν να γίνονται στενότερες και στα μέσα της ίδιας περιόδου, χάρη στην δημιουργία μυκηναϊκών εμπορικών κέντρων σε διάφορες παράλιες περιοχές της Εγγύς Ανατολής, συμπεριλαμβανομένης και της Κύπρου, έφτασαν στο αποκορύφωμα τους.  Χ1

 

Ο 14ος αι. π.Χ. βρίσκει την Κύπρο στο απόγειο των σχέσεών της με την Αίγυπτο αλλά και με το Αιγαίο.  Οι πήλινες πινακίδες της Τελ- Ελ- Αμάρνα και τα άφθονα αιγυπτιακά είδη του 13ου και 14ου αι. π.Χ. που βρέθηκαν σε τάφους της Έγκωμης και του Κιτίου αποτελούν μαρτυρίες για τις σχέσεις αυτές.  Ο χαλκός ήταν βέβαια το κατεξοχήν προϊόν που εξήγαγε η Κύπρος στην Αίγυπτο και αλλού. 

 

Οι εκτεταμένες και συνεχείς εμπορικές και πολιτιστικές σχέσεις της Κύπρου μαρτυρούνται τόσο από την εισαγωγή της γραμμικής γραφής (γνωστής ως «κυπρομινωική») όσο από τα πολυάριθμα προϊόντα που εισάγονταν και εξάγονταν από την Κύπρο.  Τέτοια είναι τα εξαιρετικά δείγματα κεραμικής, μεταλλουργίας και μικροτεχνίας που εισάγονταν από τη Μικρά Ασία, τη Συρία, την Παλαιστίνη, την Αίγυπτο, τη μινωική Κρήτη και τη μυκηναϊκή ηπειρωτική Ελλάδα, καθώς και τα αναρίθμητα καλλιτεχνικά προϊόντα και τα χάλκινα τάλαντα που εξάγονταν από την Κύπρο σε όλες αυτές τις μεσογειακές χώρες.

 

Στο τέλος της Ύστερης Χαλκοκρατίας παρατηρήθηκε ένα άνοιγμα στα υπερπόντια ταξίδια των Κυπρίων προς δυσμάς.  Ταξίδευαν και πέρα από τις ελληνικές θάλασσες στη Σικελία, τη Σαρδηνία και τις ακτές της βορείου Αφρικής, όπου εμπορεύονταν το χαλκό και είδη κεραμικής. 

 

Αίγυπτος

Οι εμπορικές σχέσεις της Κύπρου με την Αίγυπτο ανάγονται στη Μέση Εποχή του Χαλκού.  Οι επαφές αυτές πιστοποιούνται από αρχαιολογικά ευρήματα τόσο στην Κύπρο όσο και στην Αίγυπτο.  Στην Αίγυπτο βρέθηκαν ίχνη μεγάλης ποσότητας κυπριακών αγγείων (κυρίως πρόχοι και προχοϊσκες για τη φύλαξη αρωματικών ελαίων) που ανήκουν στην περίοδο 1.640-1.500 π.Χ.  Αντίστροφα και στην Κύπρο αυτή την εποχή εισήχθηκαν αιγυπτιακά προϊόντα, όπως κεραμικά αγγεία, λεπίδες και σκαραβαίοι. Οι σχέσεις Κύπρου – Αιγύπτου ενισχύθηκαν μετά την εκδίωξη των Υκσώς από το Φαραώ Άχμοσι Α΄ (1.552-1.539 π.Χ.).  Η Αίγυπτος τότε έγινε υπερδύναμη στην Ανατολική Μεσόγειο και ο βασιλιάς της Κύπρου φερόμενος διπλωματικά εξασφάλισε την εύνοια του Φαραώ προσφέροντάς του πλούσια δώρα.  Ανάμεσα στις προφορές περιλαμβάνονται μερικά προϊόντα που εμπορευόταν η Κύπρος, όπως ο χαλκός και η ξυλεία, αλλά και άλλα όπως ο μόλυβδος, τα άλογα, καθώς και ξένα προϊόντα που δεν παράγει η Κύπρος, όπως το λάπις λάζουλι και το ελεφαντόδοντο.

 

Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Φαραώ Τούθμοσι Γ΄ (1.479-1.425 π.Χ.) οι κυπριακές εξαγωγές στην Αίγυπτο παρουσίασαν αύξηση.  Όπως ήταν φυσικό, εξέχουσα θέση στις κυπριακές εξαγωγές στην Αίγυπτο είχε ο χαλκός.

 

Οι εμπορικές σχέσεις Κύπρου – Αιγύπτου βρέθηκαν στο απόγειό τους κατά το 14ο αι. π.Χ. και διατηρήθηκαν μέχρι το 1.200 π.Χ., όπως φανερώνουν αρχαιολογικά ευρήματα στην Πύλα – Κοκκινόκρεμμος.  Μετά το 1.200 π.Χ. ακολούθησε περίοδος ταραχών και αναστατώσεων στην Ανατολική Μεσόγειο η οποία επηρέασε αρνητικά το εμπόριο στην περιοχή.

 

Ουγκαρίτ – Συρία

Αρχαία κείμενα από την πόλη Έμπλα της Συρίας αναφέρουν την Αλάσια (Κύπρο) ως χαλκοπαραγωγό χώρα.  Η αναφορά αυτή αποτελεί μια ένδειξη ότι ήδη από το τέλος της τρίτης χιλιετίας π.Χ. γίνονταν, σε κάποιο βαθμό, εξαγωγές κυπριακού χαλκού.

 

Κατά τη Μέση Χαλκοκρατία γινόταν εμπόριο χαλκού προς τη Συρία και την Παλαιστίνη και εισάγονταν στην Κύπρο συριακά αγγεία, ενώ παράλληλα μερικά από αυτά παράγονται στο νησί από Σύρους μετανάστες.  Οι μετανάστες αυτοί μάλιστα εισήγαγαν ένα νέο ρυθμό στην κεραμική, γνωστό ως δίχρωμη τροχήλατη κεραμική.  Η Κύπρος (όπως και η Κρήτη) αυτή την εποχή είχε στενούς εμπορικούς δεσμούς με τη συριακή πόλη Ουγκαρίτ.  Σύμφωνα δε με μία θεωρία ο δανεισμός του συστήματος γραφής από τους Κρήτες στους Κυπρίους πρέπει να έγινε στην κοσμοπολίτικη Ουγκαρίτ, όπου τόσο οι Κύπριοι όσο και οι Κρήτες είχαν εμπορικούς σταθμούς.

 

Οι σχέσεις της Κύπρου με την περιοχή της σημερινής Συρίας και κυρίως με την πόλη Ουγκαρίτ συνεχίστηκαν σε όλη τη διάρκεια της Εποχής του Χαλκού μέχρι το 1.200 π.Χ. περίπου, οπότε η Ουγκαρίτ πλήγηκε σφοδρά από τους «Λαούς της Θάλασσας»(hw1) Μέχρι τότε η Ουγκαρίτ ήταν σπουδαίο κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου στην περιοχή της Εγγύς Ανατολής.  Εικάζεται μάλιστα ότι το εμπόριο της Κύπρου με την Αίγυπτο γινόταν μέσω της Ουγκαρίτ.  Οι σχέσεις των Κυπρίων με την πόλη αυτή ήταν τόσο στενές, ώστε υπήρχε κυπριακή «αποικία» εκεί και αντίστροφα κάποιοι άνθρωποι από την Ουγκαρίτ διέμεναν στην Κύπρο.

 

Μεσοποταμία

Οι σχέσεις της Κύπρου με τη Μεσοποταμία ανάγονται τουλάχιστον στο 18ο αι. π.Χ.  Σύμφωνα με το κείμενο των πινακίδων του ανακτόρου του Μαρί στη Μεσοποταμία η Κύπρος, με την ονομασία «Αλάσια», ήταν γνωστή ως χαλκοπαραγωγός χώρα.  Πιστεύεται, λοιπόν, ότι τότε ο κυπριακός χαλκός εξαγόταν στο Μαρί και τη μακρινή Βαβυλώνα.

 

Αιγαίο (Μινωίτες και Μυκηναίοι)

Κατά τη Μέση Εποχή του Χαλκού και τις αρχές της Ύστερης Χαλκοκρατίας οι επαφές της Κύπρου με τον Αιγαιακό χώρο ήταν αρκετά περιορισμένες, υπήρχαν όμως εμπορικές σχέσεις (σε αρκετά τακτική βάση) μεταξύ Κύπρου και Μινωικής Κρήτης.  Οι Μινωίτες είχαν την ευκαιρία να έρθουν σε επαφή με τους Κυπρίους είτε κατά τη διέλευσή τους από την Κύπρο κατευθυνόμενοι στην Ουγκαρίτ είτε στην ίδια την Ουγκαρίτ, όπου και οι δύο λαοί είχαν οικονομικά συμφέροντα.  Οι επαφές αυτές οδήγησαν και στο δανεισμό της Γραμμικής γραφής Α, την οποία οι Κύπριοι προσάρμοσαν στις επικοινωνιακές ανάγκες τους και έφτιαξαν τη λεγόμενη «Κυπρομινωική» γραφή.  (Φ1)

 

Μετά το 1.400 π.Χ., αφότου οι Μυκηναίοι διαδέχτηκαν τους Μινωίτες στην Ανατολική Μεσόγειο, η Κύπρος είλκυσε Μυκηναίους εμπόρους, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν μόνιμα στο νησί.  Οι σχέσεις με το Αιγαίο συνεχίστηκαν και ευνοήθηκαν, ιδιαίτερα μετά τη συνθήκη ειρήνης μεταξύ Αιγυπτίων και Χετταίων το 1.284 π.Χ.  Την εποχή αυτή η Κύπρος κατακλύστηκε από μεγάλες ποσότητες μυκηναϊκών αγγείων.  Για το λόγο αυτό μερικοί μελετητές υποστηρίζουν ότι πιθανόν μέρος της κεραμικής αυτής να κατασκευαζόταν στην Κύπρο από Μυκηναίους τεχνίτες.  Οι σχέσεις της Κύπρου με τους Μυκηναίους εκτός από εμπορικές ήταν και πολιτιστικές. (Φ2)  Πολλές ήταν οι επιδράσεις που δέχτηκε η κυπριακή τέχνη του 14ου – 13ου αι. π.Χ. από το Αιγαίο. Αργότερα, από το 1.200 π.Χ. και εξής, όταν εγκαταστάθηκαν μεγάλες ομάδες Αχαιών αποίκων στην Κύπρο, οι Ετεοκύπριοι γνώρισαν τον ελληνικό πολιτισμό και τελικά εξελληνίστηκαν. 

 

Παλαιστίνη      

Οι σχέσεις της Κύπρου με την περιοχή της Παλαιστίνης ανάγονται στη Μέση Εποχή του Χαλκού.  Στο τέλος της περιόδου αυτής, όταν στις νοτιοανατολικές ακτές της Κύπρου ιδρύθηκαν αστικά κέντρα όπως το Μαρώνι, η πόλη στην περιοχή Χαλά Σουλτάν Τεκκέ και η Έγκωμη, το εμπόριο της Κύπρου με την Παλαιστίνη και τη Συρία αυξήθηκε. Κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού οι εμπορικές σχέσεις με την Παλαιστίνη συνεχίστηκαν και αναπτύχθηκαν σε μεγάλη κλίμακα.  Τα κυπριακά αγγεία του Λευκόχριστου ρυθμού και του ρυθμού με δακτυλιόσχημη βάση διαδόθηκαν ευρέως σε όλη την Παλαιστίνη.  Παράλληλα, προϊόντα από την Παλαιστίνη εισάγονταν στην Κύπρο.  Οι σχέσεις της Κύπρου – Παλαιστίνης διακόπηκαν για ένα διάστημα λόγω της δράσης των «Λαών της Θάλασσας», γύρω στα μέσα του 12ου αι. π.Χ. και επαναλήφθηκαν στα τελευταία χρόνια της Ύστερης Εποχής του Χαλκού (μέσα 11ου αι. π.Χ.).

 

Κεντρική Μεσόγειος    

Πρόσφατες αρχαιολογικές έρευνες εκτός Κύπρου, στη Β. Αφρική και στην κεντρική Μεσόγειο έχουν φέρει στο φως νέα στοιχεία για τις υπερπόντιες σχέσεις της Κύπρου.  Οι Κύπριοι, ίσως σε συνεργασία με τους Μυκηναίους, επεξέτειναν τις εμπορικές τους δραστηριότητες προς τη Δύση, πέρα από το Αιγαίο.  Η Κύπρος εξήγε κυρίως χαλκό και είδη κεραμικής.  Δεν γνωρίζουμε με ποια ακριβώς προϊόντα αντάλλασσε τα κυπριακά εμπορεύματα, πιθανολογείται όμως ότι επρόκειτο για φθαρτά προϊόντα, ίσως ακόμα και δούλους.

 

Οι δυτικοί προορισμοί όπου ταξίδευαν και εμπορεύονταν οι Κύπριοι κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού είναι (εκτός του ελλαδικού χώρου) η Σικελία, η Σαρδηνία και οι ακτές της Β. Αφρικής. (Φ1) Στη Σικελία, σε τάφους στη Θάψο, όχι μόνο έχει εντοπιστεί κυπριακή κεραμική του 13ου – 14ου αι. π.Χ., αλλά έχουν βρεθεί και τοπικές απομιμήσεις της.  Επίσης έχουν αποκαλυφθεί μεγάλες αλλαγές στην αρχιτεκτονική της Θάψου με ομοιότητες προς την αρχιτεκτονική των οικιών της Έγκωμης στην Κύπρο.  Με βάση τα προαναφερθέντα δεδομένα έχει διατυπωθεί η άποψη ότι οι Κύπριοι και οι Μυκηναίοι είχαν ιδρύσει τότε εμπορική αποικία στη Θάψο.  Στον Ακράγαντα, στη Ν. Σικελία, έχουν βρεθεί κυπριακά αγγεία μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται μεγάλα αποθηκευτικά πιθάρια.  Στη Σαρδηνία έχουν εντοπιστεί αρκετά ευρήματα κυπριακής προέλευσης.  Ανάμεσα σε αυτά περιλαμβάνεται ένα θραύσμα πήλινου αγγείου το οποίο προέρχεται από την Καλαβασό – Άγιος Δημήτριος.  Τέλος, κυπριακή κεραμική – μαζί με μινωική και μυκηναϊκή κεραμική – έχει βρεθεί σε ένα εμπορικό σταθμό στις βορειοαφρικανικές ακτές, κοντά στα σύνορα Αιγύπτου – Λιβύης.

 

Εσωτερικό εμπόριο

Κατά τη Χαλκοκρατία, το εσωτερικό εμπόριο της Κύπρου στηρίχτηκε στην εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πόρων του τόπου, δηλαδή των γεωργικών, κτηνοτροφικών, δασικών προϊόντων και, κυρίως, του μεταλλεύματος του χαλκού.  Η αστικοποίηση της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, με τα επακόλουθα που επέφερε, έδωσε μια ιδιαίτερη ώθηση στην οργάνωση της κυπριακής οικονομίας.

 

 Οικονομικοί ανταγωνισμοί και συνεργασία

 Κατά την  Εποχή του Χαλκού η κατεργασία και το εμπόριο του χαλκού οδήγησε αναμφίβολα την Κύπρο σε έντονη οικονομική δραστηριότητα που είχε ως απότοκό της την ευημερία του νησιού.  Οι πλούσιες σε χαλκό περιοχές βρίσκονταν στους πρόποδες του Τροόδους.  Κοντά στα μεταλλεία χαλκού ιδρύθηκαν αρκετοί οικισμοί.  Φαίνεται ότι στις περιοχές αυτές γινόταν μια πρώτη κατεργασία του χαλκού και στη συνέχεια το χαλκούχο μετάλλευμα μεταφερόταν σε πόλεις που διέθεταν ή ήταν κοντά σε λιμάνια.  Από τα λιμάνια αυτά εξαγόταν ο κυπριακός χαλκός στο εξωτερικό.

 

Κατά τη Μέση Εποχή του Χαλκού παρατηρήθηκαν ταραχές και συγκρούσεις στο νησί.  Αν δεν αποδώσουμε τις ταραχές αυτές σε εξωτερικούς εχθρούς, πρέπει να δεχτούμε ότι οφείλονται μάλλον σε εσωτερικούς παράγοντες.  Ίσως λοιπόν, να εκδηλώθηκαν τότε οικονομικοί ανταγωνισμοί ανάμεσα στο δυτικό τμήμα της Κύπρου που είχε τον έλεγχο των μεταλλείων και το ανατολικό που διέθετε εύφορες καλλιεργήσιμες εκτάσεις.  Στα χρόνια που ακολούθησαν (15ος αι. π.Χ.) οι οικισμοί της δυτικής Κύπρου παρήκμασαν, ενώ εκείνοι της ανατολικής πλευράς εξελίχθηκαν σε μεγάλα εμπορικά κέντρα.

 

Κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού παρατηρήθηκε τόσο μεγάλη οικονομική ανάπτυξη και επέκταση των εξαγωγών προς το εξωτερικό, ώστε συμπεραίνουμε πως οι οικισμοί και οι πόλεις της Κύπρου πρέπει οπωσδήποτε να συνεργάζονταν αρμονικά και οργανωμένα, για να πετύχουν ένα τέτοιο αποτέλεσμα.  Κατά την Ύστερη Χαλκοκρατία η οικονομική ζωή ανθεί.  Ο τόπος διαθέτει αναπτυγμένες πόλεις, πλήθος εργαστηρίων, λιμάνια γεμάτα κίνηση.  Υπάρχει πια εξειδίκευση των επαγγελμάτων.  Εκτός από όσους ασχολούνται με αγροτικές εργασίες,  υπάρχουν ομάδες μεταλλωρύχων και άλλων εργατών, καθώς και ειδικευμένων τεχνιτών.  Μπορούμε να φανταστούμε πλήθος από τους τεχνίτες – κεραμείς, χρυσοχόους, αργυροχόους, σμαλτουργούς, ελεφαντουργούς και άλλους μάστορες της μικροτεχνίας – να δουλεύουν στα εργαστήρια τους και να προσφέρουν τα προϊόντα τους στους καταναλωτές, τους μεταπωλητές ή τους εμπόρους που θα τα φορτώσουν με τη βοήθεια των ναυτών στα καράβια για εξαγωγή σε μακρινούς προορισμούς.

 

Κέντρα επεξεργασίας χαλκού

Κατά τη Μέση Εποχή του Χαλκού γνωστά κέντρα επεξεργασίας χαλκού ήταν η Αμπελικού – Αλέτρι, κοντά στη Σκουριώτισσα, όπου έχει εντοπιστεί εγκατάσταση τήξης χαλκού, και πιθανότατα η Καλοψίδα και η Αλάμπρα, όπου έχουν βρεθεί επίσης κάποιες ενδείξεις κατεργασίας χαλκού (π.χ. σκουριά).  Κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού τα γνωστά κέντρα επεξεργασίας χαλκού ήταν η Έγκωμη, η πόλη στην περιοχή Χαλά Σουλτάν Τεκκέ, το Κίτιον, η Αθηένου, το Μαρώνι – Βούρνες, η Καλαβασός – Άγιος Δημήτριος.  Κατεργασία χαλκού γινόταν και στη Μάα – Παλαιόκαστρο, καθώς και  στην Πύλα – Κοκκινόκρεμμος (όπου υπήρχαν επίσης εγκαταστάσεις και για κατεργασία χρυσού και αργύρου).

 

Πηγή

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια

Φώτο Γκάλερι

Image