Ρίμες Αγάπης

Μεσαιωνική Κυπριακή Ποίηση

Image

Ανώνυμη κυπριακή συλλογή λυρικής ποίησης του 16ου αιώνα στην οποία είναι διάχυτη, τόσο σε μορφολογικό όσο και σε θεματικό και υφολογικό επίπεδο, η επίδραση της ιταλικής αναγεννησιακής (και μανιεριστικής) ποίησης, ειδικότερα του πανευρωπαϊκού ρεύματος του πετραρχισμού.

 

» Βλέπε λήμμα: Ποίηση

 

Εντυπωσιάζει το πλήθος των στροφικών και μετρικών σχημάτων που εισάγονται για πρώτη φορά στη νεοελληνική ποίηση. Η πλειονότητα των 156 συνολικά ποιημάτων έχει ερωτική θεματολογία, ωστόσο θίγονται και άλλα θέματα που επεκτείνουν και εμπλουτίζουν τον θεμελιακά ερωτικό χαρακτήρα αυτού του σημαντικού επιτεύγματος της πρώιμης νεοελληνικής λογοτεχνίας.

 

» Βλέπε λήμμα: Πετράρχης

 

 

Αποσπάσματα:

 

Της ξενιτειάς

Το σύντομο ποίημα θεματοποιεί την αποδημία/ξενιτιά ως λύτρωση από τα ερωτικά βάσανα. Η επιλογή, ωστόσο, κρίνεται αναποτελεσματική, επειδή η απομάκρυνση από την αγαπημένη κάνει την κατάσταση χειρότερη.

 

Ἐμίσεψα ’χ τὴν Κύπρον γιὰ νὰ σβήση

τ’ ἁφτούμενον λαμπρὸν ποὺ μ’ ἐμπυρίζει·

ἦρτα ’ποὺ τὴν Ἀνατολὴν στὴν Δύσην,

νὰ πάψη τὸ λαμπρὸν ποὺ μὲ φλογίζει·

ἔφυγα ’χ τὸν ἐχθρόν μου, νὰ σιγήση

τὲς σαγιτιὲς ποὺ τὴν καρδιάμ μου σκίζει·

ἀμμ’ ὅσα ’πὸ ξαυτόν της ξωμακρίζω

τόσον περίτου ἀξάφτω καὶ βακρύζω.

 

Μπαλάντα

Η καθημερινότητα του ποιητή παρουσιάζεται διαμετρικά αντίθετη από εκείνη των άλλων ανθρώπων αλλά και των ζώων. Ενώ οι υπόλοιποι στρέφονται με ευχαρίστηση στις καθημερινές τους ασχολίες και αναπαύονται τη νύχτα, αυτός θρηνεί νυχθημερόν εξαιτίας του ερωτικού του καημού.

 

Σηκώννεται ὁ γιωργὸς καὶ πᾶ νὰ ποίση

εἰς ὅσον ξημερώση τὴν δουλειάν του

καὶ χαίρεται γοιὸν πάγει νὰ γιωργήση,

γιατ’ ἴτσου βρίσκει τὴν ζωὴν καὶ ’γειάν του·

κ’ ἐγὼ πάντα μου κλαίω τὴν ἑσπέραν

καὶ λούννουμ με τὰ δάκρυα τὴν ἡμέραν.

 

Ὁ πολεμάρχος πνάζει τὴν ἡμέραν

ἁπού ’βλεπεν τὴν νύχταν τὴν τιμήν του

κ’ ἐκεῖνος ποὺ κοιμᾶτον τὴν ἑσπέραν

κοπιάζει τὸ πωρνὸν γιὰ τὴ ζωήν του·

κ’ ἐγ’ ὅλη νύχταν κλιόντα μ’ ἀγρυπνίζω

καὶ τὴν ἡμέραν πλάσιν δὲν σιγίζω.

 

Πάσα τεχνίτης ὅσον ξημερώση

καὶ πνάζοντα κερδαίννει τὴν ζωήν του,

τὴν νύχταν δίχως πλήξην πιὸν νὰ νώση

κοιμώντα πνάζει μέσα στὸ κελλίν του·

κ’ ἐγὼ τὴν νύχταν πάντα μου θρηνίζω

καὶ τὸ πωρνὸν τὸ ριζικόν μου βρίζω.

 

Τὴν νύχταν πάσα ζὸν κάπου κοιτάζει,

τίτοια στὸ δάσος κι ἄλλα μέ στὸ σπήλιον

πνάζοντα τὴν ἡμέραν ποιὸν κοπιάζει

καὶ κάποιον βόσκ’ εἰς ὅπου ’χει τὸν ἥλιον·

κ’ ἐγὼ ἁπ’ ὅλη νύχτα μαρτυρίζω

ἀχ τὸ πωρνὸν τὰ δάκρυα μὲ σκουλλίζου.

 

Στρέφεται πάσα ζὸν εἰς τὴν βοσκήν του

ἀφότις δῆ καὶ τ’ ἄστρον  ξημερώση

καὶ πᾶ καθάνα νά ’βρη τὴ ζωήν του,

δὲν θέλει στενοχώρησην νὰ νώση·

κ’ ἐγ’ ὅλη νύχταν κλιόντα μου δὲν πνάζω

κι ἀφότις ξημερώση ἀναστενάζω.

 

 

Πηγές:

  • 1. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας: Δημώδης Γραμματεία 
  • 2. Θέμις Σιαπκαρά-Πιτσιλλίδου (επιμ.), Ο πετραρχισμός στην Κύπρο. Ρίμες αγάπης: από χειρόγραφο του 16ου αιώνα με μεταφορά στην κοινή μας γλώσσα, Τυπογραφείο Γ. Τσιβεριώτη, Αθήνα 1976.