Ναυτιλία και Κύπρος

Η Ναυτιλία από το Βυζάντιο έως την Αγγλοκρατία

Image

Κατά τη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου η Κύπρος, λόγω της ευνοϊκής θέσης της και των παραδοσιακά καλών οικονομικών σχέσεων που διατηρούσε με τις γειτονικές χώρες, διεδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του βυζαντινού εμπορίου στην περιοχή της Ανατολής. Η σημασία της Κύπρου ως ναυτικής δύναμης φαίνεται ότι διατηρήθηκε τουλάχιστο μέχρι την περίοδο των αραβικών επιδρομών, αφού το νησί χρησιμοποιήθηκε επανειλημμένα ως ναυτική βάση για εξορμήσεις των Βυζαντινών κατά των Αράβων. Όμως για την ανάπτυξη της κυπριακής ναυτιλίας κατά τους επόμενους αιώνες της βυζαντινής περιόδου πολύ λίγα γνωρίζουμε.

 

Όμως, από τη συνολική θεώρηση της ανάπτυξης του εμπορίου είναι δυνατό να προκύψουν χρήσιμα συμπεράσματα και για τη ναυτιλία. Οι βασικότεροι λόγοι στους οποίους οφείλεται η έλλειψη στοιχείων για τη ναυτιλία για την περίοδο αυτή είναι οι πιο κάτω:

 

α) Το μεγαλύτερο μέρος των εμπορικών φορτίων από και προς την Κύπρο μεταφερόταν από βυζαντινά πλοία με αποτέλεσμα να παρακμάσει η εγχώρια ναυπήγηση πλοίων.

 

β) Από τον 7ο αι. μ.Χ. και μετά το εμπόριο του νησιού άρχισε να μειώνεται γιατί οι αραβικές επιδρομές απέσπασαν από το Βυζάντιο σημαντικές κτήσεις στην περιοχή, αρχικά τη Συρία (636 μ.Χ.) και αργότερα την Αίγυπτο (646 μ.Χ.). Τούτο είχε ως αποτέλεσμα την υποβάθμιση του οικονομικού ενδιαφέροντος των Βυζαντινών για την περιοχή, τη μεγαλύτερη δραστηριοποίηση των βυζαντινών εμπόρων στην Κωνσταντινοπούπολη και την απορρόφηση του μεγαλύτερου μέρους του εμπορίου της περιοχής από τους Άραβες.

 

Επίσης, εξαιτίας των αραβικών επιδρομών οι κάτοικοι των παράκτιων περιοχών της Κύπρου εγκατέλειπαν τις περιοχές αυτές και μετακινούνταν προς το εσωτερικό, γεγονός που έστρεψε την προσοχή τους σε άλλες ασχολίες και μείωσε το ενδιαφέρον τους προς τη ναυτιλία και συνεπώς τη ναυπήγηση πλοίων.

 

γ) Η απώλεια της Συρίας και της Αιγύπτου επέφερε σημαντικές ανακατατάξεις και στην εμπορική δραστηριότητα διαφόρων λαών. Οι Βυζαντινοί στράφησαν προς τη Δύση και οι Ιταλοί έμποροι ήλθαν στην Κωνσταντινούπολη. Οι Βενετοί έμποροι ανέπτυξαν νικηφόρο συναγωνισμό προς τους Έλληνες στα ανατολικά παράλια της Μεσογείου μέχρι τον Εύξεινο Πόντο.

 

δ) Η συμφωνία που επετεύχθη μεταξύ Βαζαντινών και Αράβων για συγκυριαρχία επί της Κύπρου, διαμοιρασμό του φόρου υποτέλειας που εισέπρατταν από το νησί και η υποχρέωση της Κύπρου να τηρεί ουδέτερη στάση απέναντι στους Βυζαντινούς και τους Άραβες, φαίνεται ότι είχε καθοριστική επίδραση στην αναστολή της ναυπήγησης πλοίων στο νησί.

 

Κάτω από όλες αυτές τις δυσμενείς συνθήκες, όπως ήταν φυσικό, η ναυπήγηση πλοίων και η επίδοση στη ναυτιλία έπαυσε να έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Το μεγαλύτερο μέρος της δραστηριότητας στον τομέα αυτό, σιγά-σιγά περιήλθε στα χέρια των ξένων ιδιοκτητών πλοίων και εμπόρων, με όλες τις δυσμενείς επιπτώσεις για την εγχώρια ναυτιλία.

 

Κατά τη Φραγκοκρατία (1192-1474)

Το εμπόριο της Κύπρου από τις αρχές του 12ου αιώνα, πολύ πριν το νησί περιέλθει κάτω υπό την κυριαρχία των Λουζινιανών, λόγω των στενωτέρων επαφών που αναπτύσσονταν μεταξύ του νησιού και της Εγγύς Ανατολής, άρχισε να μη εξαρτάται από το μακρινό Βυζάντιο. Οι νέες συνθήκες που άρχισαν να διαμορφώνονται ύστερα από την κάθοδο των Σταυροφόρων και την εγκατάσταση Ευρωπαίων εμπόρων στην Κύπρο, οδήγησε στην περαιτέρω σύσφιγξη των εμπορικών δεσμών του νησιού με τις λατινικές κτήσεις στην Ανατολή και ιδιαίτερα με το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ.

 

Κάτω από αυτές τις συνθήκες και με τη συνεχή εγκατάσταση περισσότερων ξένων εμπόρων τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ανατολή, η Κύπρος δεν μπορούσε παρά να στραφεί προς την ανάπτυξη του εμπορίου της με τα λιμάνια των ακτών της Συρίας και Παλαιστίνης, των οποίων η εμπορική κίνηση και σπουδαιότητα στη Μεσόγειο, χάρις στις συνεχώς ζωηρότερες σχέσεις με τη Δύση, αυξάνονται διαρκώς.

 

Οι εξελίξεις αυτές ευνοούσαν την Κύπρο, η οποία άρχισε να διαδραματίζει αξιόλογο ρόλο στο εμπόριο της Ανατολής από τα τέλη του 12ου αιώνα με σπουδαιότερο εμπορικό κέντρο την Αμμόχωστο. Ο ρόλος της Κύπρου ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο μετά την πτώση της Άκρας το 1291, εφόσον έκτοτε το μεγαλύτερο μέρος της εμπορικής δραστηριότητας της Συρίας μεταφέρθηκε στην Κύπρο.

 

Η νέα αυτή κατάσταση ευνόησε την Κύπρο η οποία έγινε αξιόλογο εμπορικό κέντρο όπου συναντιούνταν πολυάριθμοι έμποροι από τη Δύση και την Ανατολή και κατέστη μεγάλη αγορά για την ανταλλαγή κάθε λογής εμπορευμάτων. Η μεγάλη αυτή ανάπτυξη του εμπορίου και η ευημερία που γνώρισε η Κύπρος από το 14ο αιώνα, οφειλόταν κυρίως στις ξένες εμπορικές κοινότητες εμπόρων, τραπεζιτών, μεσιτών και άλλων από την Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία και άλλλα μέρη της Ευρώπης και της Μεσογείου που είχαν εγκατασταθεί στο νησί.

 

Τα σημαντικά οφέλη που προέρχονταν από την αξιόλογη ανάπτυξη του εμπορίου και της ναυτιλίας επωφελούνταν κατά κύριο λόγο οι ξένοι έμποροι στα χέρια των οποίων βρισκόταν σχεδόν αποκλειστικά το εμπόριο του νησιού. Η περίοδος της φραγκοκρατίας μπορεί να χαρακτηριστεί ως «χρυσός αιώνας» μόνο για τις τάξεις των ευγενών και των εμπόρων, τις οποίες αποτελούσαν σχεδόν αποκλειστικά ξένοι, οι οποίοι ήλθαν και εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο από διάφορες χώρες.             

 

Όμως το ίδιο δεν μπορεί να λεχθεί και για τον αυτόχθονα ελληνικό πληθυσμό, τον οποίο το αυστηρό φεουδαρχικό σύστημα, οργανωμένο κατά τα δυτικά πρότυπα, απέκλειε ουσιαστικά από τις ευεργετικές επιπτώσεις μιας τέτοιας προόδου.

 

Η παραγωγή, το εμπόριο και ασφαλώς η ναυτιλία κατά τη φραγκοκρατία βρισκόταν στα χέρια των ντόπιων ευγενών και φεουδαρχών και των ξένων εμπόρων, τόσο εκείνων που ήσαν μόνιμα εγκατεστημένοι στην Κύπρο όσο και των άλλων που διατηρούσαν στενές οικονομικές σχέσεις με το νησί. Σύμφωνα με υπάρχοντα στοιχεία κατά τη διάρκεια της Φραγκοκρατίας, συγκεκριμένα κατά το πρώτο μισό του 14ου αιώνα, στα ναυπηγεία της Αμμοχώστου κατασκευάζονταν μικρά πλοία διαφόρων τύπων. Ένας τέτοιος τύπος πλοίων ήσαν τα ονομαζόμενα «tafforesiae», που πρέπει να ήσαν μικρής χωρητικότητας, αφού είχαν μόνο δώδεκα κωπηλάτες. Η ξυλεία που χρησιμοποιόταν για την κατασκευή τους προερχόταν από τα δάση του Τροόδους. Τα άλλα υλικά που ήσαν απαραίτητα για την κατασκευή τους, τα προμήθευαν ξένοι έμποροι που ζούσαν μόνιμα στην Κύπρο.

 

Όσον αφορά ειδικά τις μεταφορές φορτίων με πλοία και τη μεταφορά εμπόρων, προσκυνητών και άλλων προσώπων, αυτή γινόταν με ξένα πλοία που ανήκαν ουσιαστικά σε διάφορους ξένους εμπόρους, των οποίων τα εμπορικά προνόμια στο νησί διευρύνονταν διαρκώς.

 

Κατά τη Βενετοκρατία (1474-1570/71)

Καθόλη τη διάρκεια της βενετοκρατίας το εμπόριο του νησιού βρισκόταν εξολοκλήρου στα χέρια των Βενετών. Οι παραγωγοί ανεξάρτητα αν ήσαν σιτοπαραγωγοί, καλλιεργητές ζαχαροκαλάμου, υφαντές ή αμπελουργοί βρίσκονταν στο έλεος των Βενετών εμπόρων και ήσαν υποχρεωμένοι να υπόκεινται στην «εκμετάλλευση μέσω των πληρωμών». Το σιτάρι και το αλάτι, δύο βασικά προϊόντα διατροφής της εποχής αποτελούσαν κρατικό μονοπώλιο.

 

Οι μεταφορές φορτίων σιταριού, αλατιού, ζάχαρης και άλλων κυπριακών προϊόντων που εξάγονταν από την Κύπρο με σχεδόν αποκλειστικό προορισμό τη Βενετία διενεργούνταν από βενετικά πλοία που επισκέπτονταν συχνά το νησί. Βέβαια, το εξωτερικό εμπόριο του νησιού εξυπηρετείτο και από άλλα ξένα πλοία (γαλλικά, ραγουζαίικα, κ.ά.).

 

Δεν διαθέτουμε στοιχεία εάν κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας οι αυτόχθονες Έλληνες κάτοικοι του νησιού ασχολούνταν με τη ναυτιλία, ούτε αν στην Κύπρο υπήρχαν ναυπηγεία. Όμως, είναι πολύ λογικό να υποθέσουμε ότι θα υπήρχαν κάποια έστω και μικρά ναυπηγεία κοντά στα κυριότερα λιμάνια, τα οποία θα ασχολούνταν με επιδιορθώσεις και επισκευές πλοίων, ή ακόμη και με την κατασκευή μικρών και βοηθητικών πλοίων.

 

Κατά την Οθωμανοκρατία 

Η οικονομία της Κύπρου προς το τέλος της βενετοκρατίας βρισκόταν σε άσχημη κατάσταση, η οποία επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο από τις σημαντικές απώλειες που είχε υποστεί το νησί κατά τη διάρκεια του πολέμου 1570/71, που είχε ως αποτέλεσμα την κατάκτηση του νησιού από την Οθωμανική αυτοκρατορία.

 

Όμως, παρόλες τις δυσκολίες και αντιξοότητες τα κυπριακά προϊόντα τόσο το 17ο όσο και το 18ο αιώνα ήσαν πολύ περιζήτητα. Από τα διάφορα έγγραφα, φαίνεται ότι η Κύπρος το 18ο αιώνα ήταν ένα από τα σπουδαιότερα εμπορικά κέντρα της Ανατολής και ολόκληρης της Μεσογείου και σε μεγάλο βαθμό του ευρωπαϊκού χώρου ευρύτερα. Τούτο οφειλόταν σε πολλούς παράγοντες. Η σπουδαιότητα της Κύπρου ως εμπορικού κέντρου συνεχίστηκε και κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα με κυριότερα εξαγωγικά προϊόντα της Κύπρου το βαμβάκι, το κρασί, το αλάτι, το ριζάρι, το μετάξι και τα χαρούπια.

 

Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, η Κύπρος δεν διέθετε αξιόλογο δικό της στόλο. Από προξενική έκθεση του 1859, όπως αναφέρει η Δρ. Αικατερίνη Χ. Αριστείδου («Η παραγωγή και το εμπόριο της Κύπρου κατά τους 18ο και 19ο αιώνες», Διαλέξεις λαϊκού Πανεπιστημίου, 1, Λευκωσία 1984, σ. 56) «πληροφορούμαστε ότι ο κυπριακός στόλος αριθμούσε 5 έως 10  μπρίκια ή γαλέττες των 50-100 τόννων και 30-80 καράβια. Τα πρώτα εχρησιμοποιούντο στο εμπόριο με την Αίγυπτο, τη Βηρυτό και την Ταρσό, ενώ τα δεύτερα εχρησιμοποιούντο στην ακτοπλοΐα. Μια χώρα σαν την Κύπρο που είχε έλλειψη από ασφαλή λιμάνια, ήταν φυσικό να στερείται πλοίων, ναυστάθμων ακόμη και φάρων. Για τον ίδιο λόγο η Κύπρος εστερείτο και ναυτικών. Ακόμη και οι λίγοι ναυτικοί που υπήρχαν, με εξαίρεση μερικές μονάδες, ήταν ως επί το πλείστον χωρίς προσόντα και ιδιαίτερες ικανότητες. Οι ψαράδες ήταν επίσης πολύ λίγοι και οι ναυπηγήσεις πλοίων σχεδόν άγνωστες. Τα πλοία δε που αναφέραμε πιο πάνω αποκτήθησαν μόλις προς το τέλος του πρώτου μισού του 19ου αιώνα».

 

«Όμως παρόλο που η Κύπρος δεν διέθετε αξιόλογο δικό της εμπορικό στόλο, εντούτοις η λιμενική κίνηση του νησιού ήταν αρκετά σημαντική. Τούτο βέβαια οφείλετο σχεδόν αποκλειστικά στις συχνές και πολυάριθμες αφίξεις ξένων πλοίων στα κυπριακά λιμάνια. Τα ξένα αυτά πλοία, όπως συνέβαινε και κατά τους προηγούμενους αιώνες, ταξιδεύοντας στα διάφορα λιμάνια της Ανατολικής Μεσογείου πρεριλάμβαναν στα δρομολόγιά τους και τα λιμάνια της Κύπρου, τόσο για σκοπούς εμπορικούς, όσο και για λόγους ανεφοδιασμού».

 

Το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα κάθε χρόνο προσέγγιζαν την Κύπρο 600 περίπου πλοία διαφόρων εθνοτήτων. Η Λάρνακα κατά την περίοδο αυτή ήταν ένα από τα κυριότερα λιμάνια της Ανατολικής Μεσογείου. Περισσότερες αφίξεις πλοίων από τη Λάρνακα είχαν μόνο η Θεσσαλονίκη, η Κωνσταντινούπολη, η Αλεξάνδρεια και η Σμύρνη. Οι κυριότερες χώρες προέλευσης των πλοίων ήσαν: η Γαλλία, η Βενετία, η Αγγλία, η Ραγούζα, η Νεάπολη, η Γένουα, η Αυστρία, η Ολλανδία, η Τοσκάνη και η Δανία. Σημαντική συμμετοχή στις θαλάσσιες μεταφορές από και προς το νησί είχαν επίσης τα τουρκικά πλοία.

 

Ο αριθμός των αφίξεων πλοίων κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα αυξήθηκε ακόμη περισσότερο. Μόνο στο λιμάνι της Λάρνακας οι αφίξεις αυτές το 1857 ανέρχονταν σε 799 και το 1858 σε 715 πλοία. Το 1862 αφίχθηκαν στην Κύπρο 727, από τα οποία τα 551 πλοία ήσαν τούρκικα. Τον επόμενο χρόνο, το 1863 στα κυπριακά λιμάνια κατεγράφησαν 853 αφίξεις πλοίων συνολικού εκτοπίσματος 110 339 τόνων. Υπάρχουν στοιχεία ότι το 1870 η συγκοινωνία μεταξύ Κύπρου και Αιγύπτου γινόταν με ιστιοφόρα, τα οποία μετέφεραν κρασιά, επιβάτες και το ταχυδρομείο. Η συμμετοχή του αυτόχθονα ελληνικού πληθυσμού στην ανάπτυξη της ναυτιλίας, τόσο στη ναυπήγιση όσο και στην ιδιοκτησία πλοίων ήταν πάρα πολύ περιορισμένη μέχρι ανύπαρκτη.

 

Κατά την Αγγλοκρατία

Η περίοδος της αγγλικής κατοχής, η Αγγλοκρατία, διήρκεσε ογδονταδύο χρόνια. Κατά τις πρώτες δεκαετίες της περιόδου αυτής η Κύπρος εξακολουθούσε να είναι μια καθυστερημένη αγροτική χώρα, με τη γεωργία να απασχολεί το 50% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού, με μισοφεουδαρχικές σχέσεις εκμετάλλευσης της γης. Η  βιομηχανία ήταν σχεδόν ανύπαρκτη· υπήρχαν μόνο ορισμένες μικρές βιοτεχνίες που ασχολούνταν με την παραγωγή ειδών για την ικανοποίηση των βασικών καθημερινών αναγκών. Τα λιμάνια ήσαν ακατάλληλα και αβαθή, και είχαν κλείσει σχεδόν από τη λάσπη και τις πέτρες.

 

Από το 1880 προσέγγιζαν τη Λεμεσό και άλλες πόλεις πλοία του Αυστριακού Λλόυδ, ύστερα και πλοία Αγγλικών Εταιρειών - Papayianni & Co., Moss & Co., της Prime Line, της  Bell και λίγο αργότερα, μετά το 1895 της Ατμοπλοΐας Παπαλέοντος. Με τα πλοία αυτά διεξαγόταν το εμπόριο της Κύπρου με τις Ευρωπαϊκές χώρες. Το εμπόριο με τις κοντινές χώρες –Αίγυπτο, Συρία, Τουρκία γινόταν με ιστιοφόρα. Το 1899 ιδρύθηκε η Ατμοπλοΐα Ακτοπλοΐας με τη θαλαμηγό «Θήρα» της οποίας ιδιοκτήτες ήσαν ο Κιρζής και ο Πειθής.

 

Το 1905 λεμεσιανοί επιχειρηματίες αποφάσισαν την ίδρυση Κυπριακής Ατμοπλοϊκής Εταιρείας και το 1906 αγόρασαν τρία πλοία, το «Λευκωσία», το «Σαλαμίς» και το «Κύπρος». Πρόεδρος του Συμβουλίου της Εταιρείας ήταν ο Χριστόδουλος Σώζος, δήμαρχος της πόλης. Η Εταιρεία λειτούργησε μέχρι το 1914, επειδή δεν άντεξε το συναγωνισμό των ξένων εταιρειών. Η εταιρεία αυτή πάνω στα πλοία της διέθετε και ειδικό Γραφείο ταχυδρομείου.

 

Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, δημιουργήθηκε μια σχετική συσσώρευση κεφαλαίου που μετά τον πόλεμο άρχισε να κάνει επενδύσεις σε μικρές βιομηχανικές επιχειρήσεις, κυρίως ελαφράς και επισιτιστικής βιομηχανίας. Η τάση για επενδύσεις στο βιομηχανικό τομέα αυξήθηκαν μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο με αποτέλεσμα να εμφανιστούν ακόμη μερικά μικρά ερτγοστάσια και εργαστήρια μεταποίησης εγχωρίων κυρίως αλλά και άλλων εισαγόμενων πρώτων υλών.

 

Η Κύπρος εξήγε κυρίως μεταλλεύματα και αγροτικά προϊόντα,  χαρούπια, αμύγδαλα, οινοπνευματώδη ποτά κ.ά. Το εξωτερικό εμπόριο του νησιού διενεργείτο με αγγλικά κυρίως πλοία και άλλα ξένα που προσέγγιζαν την Κύπρο στα πλαίσια των δρομολογίων τους σε λιμάνια της περιοχής. Τα λιμάνια της Κύπρου δεν μπορούσαν να δεχθούν μεγάλα πλοία. Τα πλοία που προσέγγιζαν το νησί ήσαν υποχρεωμένα να αγκυροβολούν μακριά από το λιμάνι. Σε ορισμένα λιμάνια του νησιού, ιδιαίτερα στα λιμάνια της Αμμοχώστου και της Κερύνειας έγιναν διάφορα έργα βελτίωσης και εκσυγχρονισμού. Το λιμάνι της Αμμοχώστου εξελίχθηκε και πάλι στο σπουδαιότερο λιμάνι του νησιού. Στη Λάρνακα και στη Λεμεσό, όσο μεγαλύτερα ήσαν τα πλοία που έφθαναν, τόσο βαθύτερα στη θάλασσα (πιο μακριά από την ξηρά) αγκυροβολούσαν και οι φορτοεκφορτώσεις γίνονταν με τη χρησιμοποίηση μικρών βοηθητικών σκαφών (φορτηγίδες, γνωστές ως μαούνες, και οι ατμάκατοι). Για τη διευκόλυνση των φορτοεκφορτώσεων σε κάθε λιμάνι υπήρχε μια ή περισσότερες αποβάθρες.

 

Δεν υπήρχε ακόμη το Κυπριακό Νηολόγιο, και για διάφορα θέματα που σχετίζονταν με την εμπορική ναυτιλία αρμόδιο ήταν το Τμήμα Λιμένων. Στην Κύπρο δεν κατασκευάζονταν μεγάλα πλοία. Ωστόσο στις μεγαλύτερες παράλιες πόλεις υπήρχαν μικρά ναυπηγεία που ασχολούνταν με επιδιορθώσεις και επισκευές πλοίων, καθώς και με την κατασκευή μικρών βοηθητικών πλοίων. Ένα τέτοιο ναυπηγείο μέχρι και τη δεκαετία του 1950 υπήρχε στη Λεμεσό, απέναντι από το Δημόσιο Κήπο.

 

 

Πηγές:

  • Χρίστος Γ. Αριστείδου, «Η Κυπριακή Ναυτιλία», Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 15ος, 181-185.
  • Λέανδρος Αντωνιάδης, Μελέτες για την Κύπρο και τις σχέσεις της με τον Ελληνικό Κόσμο την περίοδο των Αρχαίων Βασιλείων,
  • Άννα Γ. Μαραγκού, Τα λιμάνια της Κύπρου, Λευκωσία 1997.
  • Αικατερίνη Χ. Αριστείδου, «Η παραγωγή και το εμπόριο της Κύπρου κατά τους 18ο και 19ο αιώνες», Διαλέξεις Λαϊκού Πανεπιστημίου, 1, Λευκωσία 1984.

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image