Βενιζέλος Ελευθέριος

Όψεις και ιδιαιτερότητες του Εθνικού Διχασμού στην Κύπρο, 1914–1920

Image

Ο Εθνικός Διχασμός, η οξύτατη διαφωνία ανάμεσα στον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο και το βασιλιά Κωνσταντίνο σχετικά με τη στάση που έπρεπε να τηρήσει η Ελλάδα στον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο, δε δίχασε μόνο την Ελλάδα αλλά και την Κύπρο.

 

Ως γνωστό, ο Βενιζέλος, ο οποίος ήταν ταυτισμένος ιδεολογικά με τις συμμαχικές δυνάμεις και πίστευε στην επικράτησή τους, υποστήριζε την έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ. Αντίθετα, ο Κωνσταντίνος και το Στρατιωτικό Επιτελείο, που πίστευαν στη νίκη των Κεντρικών Δυνάμεων, επέμεναν στην ουδετερότητα καθώς, ανάμεσα στα άλλα, δεν μπορούσαν να υποστηρίξουν την ένταξη της χώρας στο συνασπισμό όπου μετείχε η Τουρκία.

 

Βέβαια, τα αίτια της διαφωνίας ήταν βαθύτερα. Από τη μία ο βενιζελισμός εκπροσωπούσε το συνδυασμό εθνικισμού και αστικού εκσυγχρονισμού, την προσπάθεια, δηλαδή, ενίσχυσης και ανανέωσης της κρατικής μηχανής παράλληλα με την πορεία εθνικής ολοκλήρωσης, που είχε πάντοτε την προτεραιότητα και προσέλκυε τους κατοίκους των Νέων Χωρών, των παροικιών και των αλύτρωτων περιοχών. Από την άλλη ο αντιβενιζελισμός δεν προωθούσε τον εκσυγχρονισμό ενώ ήταν λιγότερο διατεθειμένος να οδηγηθεί σε νέες πολεμικές περιπέτειες, πολιτική που συσπείρωνε τους πληθυσμούς της Παλαιάς Ελλάδας.

 

Στην Κύπρο

 Στην Κύπρο η σύγκρουση δεν εστιάστηκε στο θεσμικό και κοινωνικό μετασχηματισμό αλλά είχε, όπως θα επιχειρηθεί να αναδειχθεί στη συνέχεια, ιδιαίτερη πολιτική βαρύτητα. Το παρόν άρθρο επικεντρώνεται στη μορφή και έκταση που έλαβε ο Διχασμός στην Κύπρο, όπως προκύπτει μέσα από μελέτη αρχειακού υλικού και αρθρογραφίας βασικών συντελεστών της αντιπαράθεσης στον Τύπο της εποχής. Ακόμα, εξετάζεται ο ρόλος της προσωπικότητας επιφανών βενιζελικών και αντιβενιζελικών στη διαμόρφωση των δύο αντικρουόμενων πολιτικών στάσεων. Τέλος, παρουσιάζεται η αυξομείωση των διχαστικών εκδηλώσεων και επιχειρείται ανάδειξη των παραγόντων που κατηύθυναν τη δράση κορυφαίων εκπροσώπων του νησιού, μέχρι το 1920, όταν η εκπλήρωση των αλυτρωτικών οραμάτων των Κυπρίων φαινόταν ρεαλιστικός στόχος.

 

Πολλοί Κύπριοι στήριξαν τις ελπίδες τους στο Βενιζέλο καθώς η αγγλόφιλη πολιτική που ακολουθούσε φάνταζε πλησιέστερη στις επιδιώξεις και τις ελπίδες τους για παραχώρηση από τη Βρετανία του δικαιώματος για αυτοδιάθεση και ένωση με την Ελλάδα. Αυτή την περίοδο, άλλωστε, τα συμφέροντα του βρετανικού ιμπεριαλισμού συνέπεσαν με τις ελληνικές επιδιώξεις και συμπορεύτηκαν στο πλαίσιο της αγγλόφιλης πολιτικής του Βενιζέλου.

 

 Παρόλα αυτά μεγάλο μέρος του λαού ήταν ταυτισμένο με το στρατηλάτη βασιλιά, ο οποίος είχε ηγηθεί στρατιωτικά των νικηφόρων βαλκανικών πολέμων που οδήγησαν στην απελευθέρωση αλύτρωτων αδερφών και εδαφών.

 

Επιπλέον, πολλοί υποστηρικτές της αδιάλλακτης ενωτικής – αντιαγγλικής πολιτικής, ενοχλημένοι από την αγγλόφιλη δραστηριότητα του Βενιζέλου, βρήκαν εναλλακτικό καταφύγιο στις εθνικιστικές εξάρσεις του βασιλιά.

 

Βλέπε λήμμα: Το Ενωτικό Κίνημα στην Κύπρο

 

Σε κάθε περίπτωση, ο εθνικός προσανατολισμός στο νησί χρειαζόταν ιδεολογική επένδυση μέσω ενός προγράμματος και οράματος που θα ενέπνεε περηφάνια.

 

 Η βενιζελική παράταξη συγκέντρωνε επιχειρηματίες, εμπόρους, μικροαστούς και ακτήμονες ενώ η αντιβενιζελική συγκέντρωνε μεγαλογαιοκτήμονες, εισοδηματίες, μικρονοικοκυραίους ή κατά το Μαυρογορδάτο “τα προκαπιταλιστικά και αντικαπιταλιστικά στρώματα”.

 

 Στην περίπτωση της Κύπρου, όμως, παραμένει αδιευκρίνιστο αν η σύνθεση των βενιζελικών και αντιβενιζελικών ομάδων επηρεάζεται (και σε ποιο βαθμό) από την κοινωνική προέλευση και την καταγωγή και αν η αναλογία υποστηρικτών διαφοροποιόταν σε πόλεις και ύπαιθρο. Κάποιες αριστερόστροφες αναφορές σημειώνουν πως και τις δύο παρατάξεις διεύθυναν αστοί, οι οποίοι αγωνίζονταν να προσελκύσουν οπαδούς πρώτιστα από την εργατική τάξη που εξαρτιόταν από αυτούς.

 

Γι’ αυτό και δεν επέτρεπαν σε κάποιο εργατικό σωματείο να παραμείνει “άχρωμο και άοσμο” καθώς “τα δύο αστικά κόμματα που αλληλοτρώγονταν Βενιζελικό και Βασιλικό έμπαζαν σ’ αυτό τους ανθρώπους τους με στόχο τη διατήρηση της επιρροής τους στους εργάτες”.

 

Επομένως, οι αγρότες και οι εργάτες, χωρίς ταξική συνείδηση και οργάνωση, μοίραζαν την υποστήριξή τους στο βασιλιά και το Βενιζέλο στοχεύοντας αμφότεροι στην προώθηση των εθνικών διεκδικήσεων και συντελώντας στην αναστολή οργάνωσης συντεχνιών μέχρι το 1921. Άλλωστε, οι εθνικοί προσανατολισμοί πάντοτε βρίσκονται στο προσκήνιο όταν απουσιάζει η επιδίωξη του ταξικού συμφέροντος.

 

Μια άλλη ιδιαιτερότητα του διχασμού στην Κύπρο, σε σχέση με τη μορφή του, ήταν ότι στο νησί δεν υπήρξε εκδήλωση βίαιων και ακραίων συγκρούσεων, όπως συνέβηκε στην Ελλάδα, η οποία οδηγήθηκε σε αιματηρά επεισόδια.

 

Αυτό μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι η αγγλική διοίκηση του νησιού και η απόστασή του από το κέντρο των εξελίξεων δεν επέτρεπαν την εμπλοκή των Κυπρίων στη διαδικασία εξασφάλισης και συμμετοχής στην εξουσία του ελληνικού κράτους. Ωστόσο, η μελέτη του αρχειακού υλικού από Κύπρο, Ελλάδα και Αγγλία, του Τύπου της εποχής αλλά και πρωτογενούς δημοσιευμένου υλικού, όπως αναμνήσεις ατόμων που έζησαν την εποχή, φέρνουν στην επιφάνεια ένα βαθύ κυπριακό διχασμό.

 

Οι επιτυχίες βενιζελικών και αντιβενιζελικών στην Ελλάδα έδιναν ώθηση ή περιόριζαν τα αντίστοιχα εργατικά σωματεία στην Κύπρο. Παραδείγματος χάρη, με την εκλογική ήττα των βενιζελικών και την επαναφορά του Κωνσταντίνου, που αναθέρμανε τη λαϊκή φαντασία και τη Μεγάλη Ιδέα, ιδρύθηκε ο Λαϊκός και Γεωργικός Σύνδεσμος στη Λεμεσό και απειλήθηκε η Λαϊκή Συνεργατική Ένωση, η οποία περιελάμβανε αρκετούς βενιζελικούς.

 

Η μετριοπαθέστερη στάση των Κυπρίων κατά το Διχασμό είναι εμφανής και στην αντιμετώπιση του θανάτου του Βενιζέλου από τις αντιβενιζελικές ελληνικές εφημερίδες της Κύπρου, οι οποίες ποτέ δεν επιδόθηκαν στην “κανιβαλλική λιβελλογραφία” των αντίστοιχων αθηναϊκών.

 

Ο Τύπος

 Η σύγκρουση είναι ιδιαίτερα εμφανής στον Τύπο. Την περίοδο 1914–1920 εκδίδονταν στο νησί δεκατέσσερις με δεκαεπτά ελληνικές εφημερίδες σε τέσσερις μεγάλες πόλεις του νησιού.

 Στα πρώτα στάδια της διαφωνίας Βενιζέλου – Κωνσταντίνου διατήρησαν επιφυλακτική στάση και άσκησαν συγκρατημένη κριτική, ακόμα και τον Οκτώβριο του 1915, όταν η φιλοβασιλική κυβέρνηση Ζαΐμη απέρριψε την προσφορά της Κύπρου από την Αγγλία.

 

Η όξυνση της διαφωνίας έγινε ιδιαίτερα αισθητή τον Αύγουστο 1916, με την εκδήλωση του βενιζελικού Κινήματος της Εθνικής Άμυνας στη Θεσσαλονίκη. Οι εφημερίδες Ελευθερία των Κύρου και Δημοσθένη Θ. Σταυρινίδη, η Φωνή της Κύπρου του Κύριλλου Κ. Παυλίδη και η Πατρίς του Αχιλλέα Λιασίδη που εκδίδονταν στη Λευκωσία, η εφημερίδα Σάλπιγξ του Στυλιανού Χουρμούζιου που εκδιδόταν στη Λεμεσό, η Ηχώ της Κύπρου του Μελή Νικολαΐδη που εκδιδόταν στη Λάρνακα και ο Αιών του Χριστόδουλου Κ. Περιστιανίδη που εκδιδόταν στην Πάφο εξέφραζαν ξεκάθαρα πια τη φιλοβενιζελική παράταξη. Σημαιοφόρος των φιλοβενιζελικών εντύπων υπήρξε το δεκαπενθήμερο περιοδικό Εκκλησιαστικός Κήρυξ του εκ Κρήτης Μητροπολίτη Κιτίου Μελέτιου Μεταξάκη.

 

Έντονη ήταν η σύγκρουσή του με τις αντιβενιζελικές εφημερίδες Νέον Έθνος Λάρνακας και Κυπριακός Φύλαξ της Λευκωσίας, με συντάκτες τους εκ Μάνης Φίλιο Ζαννέτο και Νικόλαο Καταλάνο αντίστοιχα. Αντιβενιζελικό περιεχόμενο ανέπτυξαν και οι Λεμεσιανές εφημερίδες Αλήθεια και Κήρυξ.

 

Οι εκδότες και κύριοι συντάκτες όλων των προαναφερθέντων εφημερίδων, χρησιμοποιώντας ως βήμα έκφρασης τις στήλες των εντύπων τους, ηγήθηκαν των δύο αντίπαλων “στρατοπέδων”

 

Διαφορετικά σωματεία — λέσχες

Ο διαχωρισμός δεν περιορίστηκε σε αντεπιτιθέμενα όργανα έκφρασης αλλά και σε διαφορετικά σωματεία και λέσχες, πολιτικού και πολιτιστικού χαρακτήρα, ανάλογα με τις πεποιθήσεις τους, όπου “οι οπαδοί των κομμάτων συζητούσαν και κατέστρωναν σχέδια για την επικράτηση του κόμματός τους”.

 

Βλέπε λήμμα: Λέσχες

 

Τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα βενιζελικών σωματείων υπήρξαν η Λέσχη (Ένωσις) Φιλελευθέρων στη Λεμεσό, η Λέσχη Φιλελευθέρων στη Λευκωσία και το Προοδευτικόν Κέντρον (Φιλελευθέρων).

 

Ο αριθμός των εφημερίδων που κυκλοφορούσαν τα έτη 1914–1920 παρουσιάζει διακυμάνσεις.

 

Σε τέσσερις εφημερίδες, οι οποίες ασκούσαν (αντιβενιζελική) προπαγάνδα, αναφέρεται και ο έλληνας Πρόξενος στην Κύπρο, Νικόλαος Βατιμπέλας, σε αναφορές του τόσο στο ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών όσο και στον άγγλο Αρμοστή Clauson.

 

Οι αντιβενιζελικοί συγκεντρώνονταν κυρίως στο Αναγνωστήριο Αγάπη του Λαού στη Λευκωσία και στη Λέσχη Ισότις Λεμεσού. Ιδιαίτερα προσφιλής υπήρξε η χρήση εικόνων και εμβλημάτων της αντίστοιχης παράταξης. Μαρτυρία του Κύπριου ζωγράφου και λογοτέχνη, Νίκου Νικολαΐδη, ο οποίος παρότι γνωστός βενιζελικός ήταν υποχρεωμένος για βιοποριστικούς λόγους να φτιάχνει και πορτραίτα του βασιλιά Κωνσταντίνου, επιβεβαιώνει την ανάρτηση πορτραίτων των δύο αντιπάλων στις Λέσχες και τις οικίες των φανατικότερων.

 

Αρχιεπισκοπικές εκλογές σε ρυθμούς διχασμού

Οι ευκαιρίες εκδήλωσης των φιλοβενιζελικών ή φιλοβασιλικών συναισθημάτων και τάσεων δίνονταν (ή δημιουργούνταν) καθημερινά, κορυφώνονταν, όμως, σε περιόδους εκλογικών αναμετρήσεων.

 

Βλέπε λήμμα: Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα 

 

Ο θάνατος του Αρχιεπισκόπου Κυρίλλου Β΄ το καλοκαίρι του 1916 και η ανάγκη εκλογής διαδόχου του αποτέλεσαν το πρώτο πεδίο εκτόνωσης (ή απλώς ευκαιρία για εκδήλωση) της διχαστικής ατμόσφαιρας που υπήρχε στο νησί.  Οι βενιζελικές εφημερίδες της Κύπρου Σάλπιγξ, Ελευθερία, Ένωσις, Αιών και φυσικά το εκφραστικό όργανο της Μητρόπολης Κιτίου Εκκλησιαστικός Κήρυξ υποστήριξαν με πληθώρα εκτεταμένων άρθρων την υποψηφιότητα Μεταξάκη και κατά δεύτερο ρόλο την υποψηφιότητα του Μητροπολίτη Κυρηνείας Κύριλλου.

 

Αντιθέτως, οι φιλοβασιλικές εφημερίδες Κυπριακός Φύλαξ, Κήρυξ, και Νέον Έθνος προωθούσαν με πείσμα την υποψηφιότητα του Αρχιμανδρίτη Μακάριου Μυριανθέα και κατά δεύτερο ρόλο την υποψηφιότητα του Ηγούμενου Κύκκου Κλεόπα.

 

Μόνη εξαίρεση αποτέλεσε η αντιβενιζελική εφημερίδα Αλήθεια, η οποία παρά την επίθεση που επρόκειτο να κηρύξει στο Μελέτιο Μεταξάκη λίγους μήνες μετά, λόγω της υποστήριξης και των σχέσεων του με την Προσωρινή Κυβέρνηση Θεσσαλονίκης, στήριξε την υποψηφιότητά του, καλώντας το λαό να ξεπεράσει τον κωνσταντινισμό του αλλά και τις προκαταλήψεις που ήθελαν ντόπιο Αρχιεπίσκοπο.  Ενδιαφέρον προκαλεί το γεγονός ότι η βασική επιδίωξη των υπόλοιπων αντιβενιζελικών εφημερίδων υπήρξε ο αγώνας εναντίον του φανατικού βενιζελικού.

 

Η ιδιαίτερη επιρροή που ασκούσε το Αναγνωστήριο Αγάπη του Λαού στους έλληνες κατοίκους της Λευκωσίας είχε οδηγήσει στην ίδρυση παραρτημάτων σε διάφορες συνοικίες της Λευκωσίας. Πρόεδρος του Αναγνωστηρίου από το 1897 υπήρξε ο Νικόλαος Καταλάνος, ο οποίος εύλογα μετέδιδε τα φιλοβασιλικά του αισθήματα.

 

 Ο Αρχιεπίσκοπος Κύριλλος Β΄ απεβίωσε στις 6 Ιουλίου 1916 στον Άγιο Δημήτριο Μαραθάσας, όπου βρισκόταν για διακοπές και ανάρρωση από ασθένεια στα σπλάχνα. Οι πλείστες εφημερίδες τάχθηκαν εναντίον της υποψηφιότητας του Μητροπολίτη Κιτίου, Μελέτιου Μεταξάκη. Θεωρούσαν την υποψηφιότητά του μέσο ικανοποίησης της φιλοδοξίας του και “παρείσακτη”, καλώντας τους ψηφοφόρους να επιλέξουν ανάμεσα στους “εγχώριους” κληρικούς. Επιπλέον, τον κατηγορούσαν ότι δε στηριζόταν στην υποστήριξη του λαού και του κλήρου αλλά στη βοήθεια ισχυρών (βενιζελικών) κομματικών παραγόντων και πολιτευτών, οι οποίοι σε περίπτωση επικράτησής του ανέμεναν σαν αντάλλαγμα τις κομματικές υπηρεσίες του αρχιεπισκοπικού θρόνου.

 

Σε μεταγενέστερα άρθρα αναφέρονταν ονομαστικά σε γνωστές βενιζελικές προσωπικότητες, με τις οποίες συνεργαζόταν, όπως οι Ευάγγελος Χατζηιωάννου, δήμαρχος Λάρνακας, και Ιωάννης Κυριακίδης, βουλευτής Λεμεσού –Πάφου και πρόεδρος της Λέσχης Φιλελευθέρων Λεμεσού.

 

Αντίθετα, τα βενιζελικά φύλλα τόνιζαν τη μεγάλη υποστήριξη που έχαιρε ο Μεταξάκης, όχι μόνο από Κύπριους αλλά και από σπουδαίες προσωπικότητες του Ελληνισμού και τον Τύπο του εξωτερικού. Ο ίδιος ο Ελ. Βενιζέλος σε απάντηση του στο δικηγόρο και συνεργάτη της Ελευθερίας, Αντώνη Τριανταφυλλίδη, ο οποίος είχε ζητήσει τη γνώμη του για το Μεταξάκη, απάντησε πως ο Μεταξάκης βρισκόταν ανάμεσα στους λίγους αρίστους. Η κίνηση αυτή του Τριανταφυλλίδη είναι ενδεικτική της επιθυμίας των φιλοβενιζελικών στην Κύπρο να μη δυσαρεστήσουν το Βενιζέλο με τις αποφάσεις και ενέργειές τους, αλλά να χαράσσουν την πολιτική τους με βάση τις δικές του οδηγίες, στις οποίες πειθαρχούσαν. Στην εκλογή των ειδικών αντιπροσώπων επικράτησαν οι Μακαριακοί, έπειτα οι Κλεοπικοί και τέλος οι εκπρόσωποι του Μητροπολίτη Κυρηνείας, ο οποίος για την τελική εκλογή έλαβε και την υποστήριξη των υποψηφίων του Κιτίου που απέσυρε την υποψηφιότητά του. Τα βενιζελικά φύλλα ακολούθησαν το Μεταξάκη και υποστήριξαν και αυτά τον Κυρηνείας. Έτσι, η βενιζελική Σάλπιγξ, προέβαλε τον Κυρηνείας ως τον μόνο πραγματικά ενδεδειγμένο ντόπιο κληρικό για τη θέση του Αρχιεπισκόπου, αφού, όπως επεσήμαινε, η Κύπρος δεν μπόρεσε να χειραφετηθεί από παλιές αντιλήψεις και παλιές θεωρίες που ήθελαν ντόπιο προκαθήμενο.

 

Τελικά, στις 11 Νοεμβρίου 1916 αναδείχθηκε στον Αρχιεπισκοπικό θρόνο ο Κυρηνείας Κύριλλος Γ΄, ο οποίος τα επόμενα χρόνια προσπάθησε να διατηρήσει τις ισορροπίες ανάμεσα στη διχασμένη πολιτική και εκκλησιαστική ηγεσία αλλά και τη σταθερή υποστήριξή του στις ενέργειες Βενιζέλου, όπως μαρτυρεί το αρχείο του στο Αρχείο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου.

 

Το εξωεκκλησιαστικό χρώμα των Αρχιεπισκοπικών δεν οδήγησε σε όξυνση. Ο φόβος τυχόν επανάληψης της προηγούμενης αρχιεπισκοπικής διαμάχης, η οποία κράτησε δέκα χρόνια και ταλαιπώρησε όχι μόνο την Εκκλησία της Κύπρου αλλά ολόκληρο το νησί, περιόρισε την αναμέτρηση σε χαμηλά επίπεδα έντασης και φανατισμού. Εξαίρεση αποτέλεσαν οι πόλεις, όπου οι εκλογές έλαβαν “πεισμώδη” χαρακτήρα, χωρίς, όμως, να οδηγήσουν σε διασάλευση της τάξης.

Πιθανότατα, οι χαμηλοί τόνοι να οφείλονταν σε προσπάθεια εξευμενισμού των (χριστιανών) κατοίκων, των οποίων την ψήφο θα ζητούσαν στις επικείμενες Βουλευτικές εκλογές.

 

Βουλευτικές εκλογές 1916

Στις εκλογές για ανάδειξη των εννέα Ελλήνων Βουλευτών του Νομοθετικού Συμβουλίου, που έλαβαν χώρα στις 21 Σεπτεμβρίου/4 Οκτωβρίου 1916, επικράτησαν οι φιλοβασιλικοί υποψήφιοι. Ενδιαφέρουσες είναι οι παρατηρήσεις του Νικολάου Βατιμπέλα, Προξένου της Ελλάδας στην Κύπρο (Ιούλιος 1917–Ιούλιος 1918), σε μια από τις πραγματικά πολύτιμες εκθέσεις του προς το Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας. Όπως επισημαίνει μόνο τρεις από τους εννέα υποψηφίους υπήρξαν πραγματικά φιλελεύθεροι, οι Νικόλαος Κλ. Λανίτης, Λούης Λοΐζου και Μελής Νικολαΐδης, τέσσερις μετριοπαθείς φιλοβασιλικοί, οι Θεοφάνης Θεοδότου, Νεοπτόλεμος Πασχάλης, Δημοσθένης Σεβέρης και Γεώργιος Εμφιετζής και δύο μανιώδεις αντιφιλελεύθεροι και βασιλικότατοι, οι Φίλιος Ζαννέτος και Ευάγγελος Ζήνων.

 

Γενικά ο Βατιμπέλας δίνει την εικόνα μιας κοινωνίας με “εξημμένα” πάθη, όπου οργίαζε η αντιφιλελεύθερη φιλοβασιλική πολιτική. Βασική αιτία για την πλειοψηφία των φιλοβασιλικών στην Κύπρο θεωρούσε το γεγονός ότι οι προκάτοχοί του υπήρξαν φιλοβασιλικοί. Άλλωστε, ο ίδιος, κατά τους πρώτους μήνες της άφιξής του στο νησί, δηλαδή πριν την επικράτηση του Βενιζέλου, είχε επιδοθεί μετά από εντολή του βασιλιά σε δεκάδες βαπτίσεις παιδιών πολύτεκνων οικογενειών ως ανάδοχος.

 

Έτσι, πολλές οικογένειες βαπτίζοντας τα παιδιά τους Κωνσταντίνο και Σοφία γλίτωναν τα έξοδα της βάπτισης και ο βασιλιάς εξασφάλιζε τη συμπάθειά τους, όπως και στην Ελλάδα όπου εκπρόσωποι των Επιστράτων είχαν βαπτίσει τη θυγατέρα του Κωνσταντίνου.

 

Σύγκρουση Μελέτιου Μεταξάκη – Ζαννέτου και Καταλάνου

Χαρακτηριστικό παράδειγμα του “εξημμένου” πάθους αποτέλεσε η σύγκρουση μεταξύ διαφόρων Ελλαδιτών που ζούσαν τότε στην Κύπρο.

 

Η σύγκρουση ήταν ανάμεσα στον κορυφαίο βενιζελικό Μεταξάκη και τον κυριότερο εκπρόσωπο του κωνσταντινισμού Φίλιο Ζαννέτο τον Ιανουάριο του 1917, κατά τον εορτασμό της γιορτής των Τριών Ιεραρχών στη Λάρνακα. Αφορμή υπήρξε η παρέμβαση του τελευταίου κατά τη διάρκεια ομιλίας του Μεταξάκη, όπου αναφερόταν αρνητικά στη γερμανόφιλη πολιτική του βασιλιά Κωνσταντίνου και την αποδοκιμασία των Ελλήνων της Κύπρου για τα αντιαγγλικά επεισόδια που είχαν προκαλέσει στην Ελλάδα οι βασιλικοί. Ακολούθησαν διαπληκτισμοί και απειλήθηκαν περαιτέρω συμπλοκές. Η υπόθεση οδηγήθηκε στο δικαστήριο όπου ο Ζαννέτος αθωώθηκε στις κατηγορίες για διασάλευση της τάξης, αλλά αθωώθηκε αφού το δικαστήριο πείσθηκε πως ο Μεταξάκης δεν μπορούσε να εκφράζεται εκ μέρους όλων των Ελλήνων της Κύπρου όταν αυτοί, σύμφωνα με τις καταθέσεις, ήταν διαιρεμένοι σε βενιζελικούς και βασιλικούς. Για πολλούς μήνες, όμως, οι δύο αντίπαλοι αναλώθηκαν σε οξεία δημοσιογραφική αντιπαράθεση μέσω των οργάνων προώθησης των θέσεων τους.  Η επίθεση Ζαννέτου επικεντρώθηκε στην απόφαση του Μεταξάκη να υιοθετήσει την εντολή της Προσωρινής Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης να μη μνημονεύεται το όνομα του βασιλιά Κωνσταντίνου μετά και τη γνωστοποίηση των Νοεμβριανών στην Κύπρο, στο γεγονός ότι καταδίκασε το ανάθεμα του Βενιζέλου από την Εκκλησία της Ελλάδος.

 

Το επεισόδιο έλαβε χώρα στις 30 Ιανουαρίου 1917, κατά τη Γιορτή των Τριών Ιεραρχών στο Ευρυβιάδειο Γυμνάσιο Λάρνακας. Η ατμόσφαιρα ήταν φορτισμένη λόγω της πρόθεσης της αγγλικής κυβέρνησης να απαγορεύσει τη χρήση της ελληνικής σημαίας σε τοπικούς εορτασμούς λόγω των αντιαγγλικών εκδηλώσεων που είχαν γίνει στην Ελλάδα και αποδίδονταν σε αντιβενιζελικούς. Ο Μεταξάκης ανέβηκε στο βήμα μετά από απαγγελία ποιήματος προς τη σημαία του δεκατετράχρονου Ανδρέα Παύλου (πραγματικό όνομα του κορυφαίου κύπριου ποιητή Τεύκρου Ανθία), στον οποίο προσέφερε και υποτροφία για το Παγκύπριο Ιεροδιδασκαλείο Λάρνακας.

Η μεταξύ τους λιβελογραφία ήταν τόσο έντονη ώστε ο Μεταξάκης δεν κάλεσε το Ζαννέτο σε Σύνοδο της Θρονικής Επιτροπής Κιτίου, της οποίας ήταν μέλος. Από την άλλη ο Μεταξάκης, μέσω του Εκκλησιαστικού Κήρυκα, όπως και τα υπόλοιπα φιλοβενιζελικά φύλλα επιτέθηκαν κατά της άρνησης του Ζαννέτου να υπογράψει το Υπόμνημα για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, που υποβλήθηκε το Νοέμβριο 1917 από τους έλληνες Βουλευτές στον έλληνα πρωθυπουργό Βενιζέλο, και των “φαεινών ιδεών” του ότι η Κύπρος “δε ζητεί Ελλάδα αλλά ελευθερίαν”.

 

Σε προηγούμενα τεύχη κατηγορούνταν όλοι οι φιλοβασιλικοί βουλευτές για την άρνησή τους, στη συνάντηση της 21ης Μαρτίου 1917 στην Αρχιεπισκοπή, να συναινέσουν στο αίτημα της ένωσης με τη φιλοβενιζελική κυβέρνηση. Κατηγορούνταν πως στην προσπάθεια τους να αποφύγουν τη συζήτηση του εθνικού θέματος παρουσία της Ιεράς Συνόδου, όπου ο Αρχιεπίσκοπος Κύριλλος Γ΄ και οι Μητροπολίτες Κιτίου και Πάφου σαφώς έρρεπαν προς τη βενιζελική πολιτική, με τη δικαιολογία αποφυγής επεισοδίων μεταξύ βασιλικών και βενιζελικών, έτεμναν “νέαν εθνικήν οδόν” που απομάκρυνε την Εκκλησία από το εθνικό θέμα.  Προηγουμένως, είχε δημιουργηθεί μεγάλη αναστάτωση λόγω της συμμετοχής του Ζαννέτου και άλλων τεσσάρων φιλοβασιλικών στην επιτροπή που είχε σχηματισθεί, με συναίνεση και του Βενιζέλου, από τους οκτώ έλληνες βουλευτές και τον Αρχιεπίσκοπο Κύριλλο Γ΄, γνωστή ως Κυπριακή Πρεσβεία, για προώθηση του αιτήματος για ένωση του νησιού με την Ελλάδα, στο πλαίσιο της Συνδιάσκεψης της Ειρήνης (1918–1920).

Ο Βενιζέλος προτιμούσε μη “αντιδραστικούς” αντιπροσώπους στην Πρεσβεία, αλλά με επιστολές του στο Υπουργείο Εξωτερικών δήλωνε την αντίθεσή του σε επέμβαση για αντικατάστασή τους διότι “αυτό θα προκαλούσε τη δυσαρέσκεια της αγγλικής κυβέρνησης”.

 

Μετά από φαινομενική συναίνεση και υπό την πίεση του χρόνου η Πρεσβεία αναχώρησε ως είχε. Ωστόσο, οι δημοτικές εκλογές τον Μάρτιο του 1920, όπως και οι προηγούμενες του 1917, παρά τον προσωποκεντρικό χαρακτήρα τους, προκάλεσαν ξανά τη διαμόρφωση αρνητικού κλίματος. Διευκρινιζόταν ότι τα αισθήματα του Μεταξάκη δεν ήταν νέα. Κατά την περίοδο του Αρχιεπισκοπικού όταν κατηγορήθηκε από το Νέον Έθνος για κήρυξη σταυροφορίας εναντίον του βασιλιά Κωνσταντίνου αποκάλεσε τον ισχυρισμό ψεύδος και με σειρά άρθρων στον Εκκλησιαστικό Κήρυκα δήλωνε τα φιλοβασιλικά αισθήματά του. Σύμφωνα με το Νέον Έθνος τότε ήθελε να αναρριχηθεί στον αρχιεπισκοπικό θρόνο και χρειαζόταν και την εύνοια των φιλοβασιλικών ενώ το 1917 επιθυμούσε την πτώση του Κωνσταντίνου και αισθανόταν την υποχρέωση να φανεί έμπρακτα ευάρεστος στο Βενιζέλο ( βλ. Νέον Έθνος, 5/18 Ιανουαρίου 1917. 42 Εκκλησιαστικός Κήρυξ, 15 Σεπτεμβρίου 1917. 43 Εκκλησιαστικός Κήρυξ, 30 Απριλίου 1917 και Εκκλησιαστικός Κήρυξ, 15 Μαΐου 1917).

 

Η Ελευθερία σε άρθρο με τίτλο Βενιζέλος – Ζαννέτος παραλλήλιζε την πρόταση Ζαννέτου για αυτονομία του νησιού με την πρόταση Βενιζέλου για αυτονομία της Κρήτης το 1900.

Ο αρθρογράφος καλούσε το Ζαννέτο να αποσύρει την πρότασή του για αυτονομία, όπως είχε πράξει και ο Βενιζέλος όταν διαπίστωσε ότι έτυχε αποδοκιμασίας.

 

Το Νοέμβριο του 1920 η ήττα των Φιλελευθέρων στην Ελλάδα και η απομάκρυνση του Βενιζέλου, η λήξη της Συνδιάσκεψης Ειρήνης, η μικρασιατική περιπέτεια και κυρίως η σταδιακή συνειδητοποίηση πως η ένωση δεν ήταν τόσο κοντά άλλαξαν τα δεδομένα. Πολλοί από τους βενιζελικούς πολιτευτές, εκδότες και διανοουμένους εγκατέλειψαν την εφεκτική – διαλλακτική στάση που είχαν υιοθετήσει απέναντι στο αποικιακό καθεστώς ακολουθώντας την αγγλόφιλη πολιτική του Βενιζέλου, ενώ οι αντιβενιζελικοί ενδυνάμωσαν την ενωτική τους δράση καθώς πλέον δεν υφίστατο ο δισταγμός για ένωση του νησιού με το βενιζελικό, αγγλόφιλο και αντικωνσταντινικό καθεστώς. Η απογοήτευση, λοιπόν, για το εθνικό θέμα έκαμψε την αντιπαράθεση των δύο παρατάξεων.

 

Η στάση της ελληνικής κυβέρνησης

Οι απόψεις του Ζαννέτου, το 1917, περί αυτονομίας της Κύπρου όπως και ο άκρατος αντιβενιζελισμός του Καταλάνου στον Κυπριακό Φύλακα, που είχε επανακυκλοφορήσει μετά από εξάμηνη αναστολή της λειτουργίας του, ανησύχησαν τον έλληνα πρόξενο στο νησί, Ν. Βατιμπέλα αλλά και τον αναπληρωτή του Α. Αρτέμη, οι οποίοι ζήτησαν από το Υπουργείο Εξωτερικών να προωθήσει την απέλασή τους.

 

Ο έλληνας υπουργός εξωτερικών Ν. Πολίτης μετά από τις εκθέσεις που κατακεραύνωναν τους Ζαννέτο και Καταλάνο έδωσε εντολή στον έλληνα πρέσβη στο Λονδίνο, Ιωάννη Γεννάδιο, να γίνουν διαβήματα προς την αγγλική κυβέρνηση για απέλασή τους από την Κύπρο, που ήταν δυνατή καθώς είχαν ελληνική υπηκοότητα. Χρησιμοποιήθηκε το επιχείρημα ότι η ενέργεια αυτή θα εξυπηρετούσε τα αγγλικά συμφέροντά αφού θα απάλλασσε το νησί από πρόσωπα που δράττονταν κάθε ευκαιρίας για να υποσκάψουν τον κοινό αγώνα των συμμάχων.  Βέβαια, ελληνική παρέμβαση γινόταν με μεγάλη λεπτότητα για να μην τεθούν σε κίνδυνο οι ελληνοβρετανικές σχέσεις. Οι δε αγγλικές κινήσεις ήταν νωχελικές διότι η κυβέρνηση του Λονδίνου και ακόμα περισσότερο η αποικιακή κυβέρνηση του νησιού παρουσιάζονταν ενοχλημένες από κάθε επέμβαση στα “εσωτερικά ζητήματα” του νησιού. Τελικά, ο Καταλάνος απελάθηκε στις 24 Απριλίου 1921 ενώ ο Ζαννέτος τον Μάρτιο του 1922, αλλά όχι για τον αντιβενιζελισμό τους.

 

Ένα άλλο γεγονός που είχε συμβάλει στην εκτόνωση της έντασης ήταν η αναχώρηση του Μελέτιου Μεταξάκη για την Ελλάδα, το Φεβρουάριο του 1918, μετά την πρόταση Βενιζέλου για ανάληψη του Αρχιεπισκοπικού θρόνου των Αθηνών. Βέβαια, οι εκλογές για ανάδειξη Μητροπολίτη Κιτίου, για πλήρωση της θέσης που άφηνε ο Μεταξάκης, έλαβε και αυτή διχαστικό χρώμα καθώς οι δύο κύριοι διεκδικητές Μακάριος Μυριανθεύς και Νικόδημος Μυλωνάς εξέφραζαν τους βασιλικούς και βενιζελικούς αντίστοιχα. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι η αλληλογραφία μεταξύ Αρχιεπισκόπου Κυρίλλου Γ΄ και Μητροπολίτη Πάφου Ιακώβου, όπου ο τελευταίος, μετά από επαφές του με το βενιζελικό Ιωάννη Κυριακίδη, επιζητούσε τη χρηματική στήριξη του Αρχιεπισκόπου στο Ν. Μυλωνά, για να εξασφαλίσει έτσι το θρόνο του.

 

Συγκεκριμένα ανέφερε: “διά της επιτυχίας του Σαλαμίνος θα εξασφαλίσητε και τον θρόνον σας, αλλά και προ παντός την ησυχίαν σας, διότι επιτυγχάνοντος του Μακαρίου πάντοτε υπό την εγνωρισμένην αυτού πρωτοβουλίαν θα σας επιτίθενται και θα σας πολεμώσιν οι Βασιλικοί, αφ’ ου μάλιστα ενισχυθώσιν”.

 

Ανακεφαλαιώνοντας

Η προσπάθεια ανασκευής του σκηνικού που επικρατούσε στο νησί τα χρόνια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου είναι ιδιαίτερα γοητευτική μα και περίπλοκη. Τόσο δημοσιογραφικά όσο και σε επίπεδο επίσημης αλληλογραφίας στοιχειοθετείται ένας σαφής και έντονος διαχωρισμός σε υποστηρικτές των Βενιζέλου και Κωνσταντίνου αλλά και των ιδεών που αυτοί πρέσβευαν. Δυναμικές προσωπικότητες του νησιού και ακόμα δυναμικότεροι ελλαδίτες που βρέθηκαν στο νησί, όπως οι Ζαννέτος, Καταλάνος και Μεταξάκης δημιούργησαν και κατηύθυναν το διχαστικό κλίμα βρίσκοντας βήμα έκφρασης στον Τύπο αλλά διχάζοντας τελικά το λαό — τουλάχιστον όσους μπορούσαν να διαβάσουν και να ψηφίσουν. Η στενή σχέση Βενιζέλου και αγγλικών κυβερνήσεων αναπτέρωσε τις ελπίδες των ντόπιων Φιλελευθέρων και τους απομάκρυνε από τη διεκδίκηση κοινωνικών και οικονομικών αιτημάτων, σε αντίθεση με τη βενιζελική ιδεολογία στην Ελλάδα. Επιπρόσθετα, η άρνηση των φιλοβασιλικών στην Κύπρο να ταυτιστούν ή να δεχθούν κατευθύνσεις από το βενιζελικό καθεστώς στέρησε την πολιτική δραστηριότητα των Κυπρίων από τη σύμπνοια που χρειαζόταν σε περιπτώσεις όπως η υποβολή ενωτικού ψηφίσματος ή η αποστολή Πρεσβείας. Οι ίδιες οι ελληνικές κυβερνήσεις προσπάθησαν να μην φαίνεται ότι επενέβαιναν στα εσωτερικά της Κύπρου, ώστε να μη διακινδυνεύουν την πολιτική στήριξη της Βρετανίας. Βέβαια, η έντονη πολιτική δραστηριότητα των προξένων στο νησί υπήρχε πάντοτε. Συνεπώς, ο διχασμός στην Κύπρο δεν ήταν ένα γραφικό, εξαιρετικά επιφανειακό φαινόμενο αλλά μια βαθιά σύγκρουση, η οποία προκαλούσε διαβαθμίσεις στις ενωτικές προσπάθειες της βενιζελικής και αντιβενιζελικής παράταξης ανάλογα με την εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση και που περιόρισε την ενεργή συμμετοχή στο Νομοθετικό Συμβούλιο για προώθηση αιτημάτων προς βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης.

 

 

Πηγές/Βιβλιογραφία:

Α. Πηγές ΑΥΕ: Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών (Ελλάδος) ΑΥΕ 1917, Α/5(7): Ειδικός Φάκελος Κύπρου. ΑΥΕ 1918, Α/5(7): Ειδικός Φάκελος Κύπρου. ΑΥΕ 1917, Α/5/II25: Περί Θάσου, Μήλου, Κύπρου, Μυτιλήνης. ΙΑΚ : Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου ΙΑΚ , Αρχείον αοιδίμου Αρχιεπισκόπου Κυρίλλου Γ΄ (11/11/1916 – 16/11/1933), Βιβλία Α–Ν. Προσωπικό Αρχείο Στέλιου Τριανταφυλλίδη. Αλληλογραφία Αντώνη Τριανταφυλλίδη – Ελευθέριου Βενιζέλου, 1916–1917. Αλήθεια, εβδομαδιαία εφημερίδα, Λεμεσός. Εκκλησιαστικός Κήρυξ, δεκαπενθήμερο περιοδικό, Λάρνακα. Ελευθερία, εβδομαδιαία εφημερίδα, Λευκωσία. Κήρυξ, εβδομαδιαία εφημερίδα, Λεμεσός. Κυπριακός Φύλαξ, εβδομαδιαία εφημερίδα, Λευκωσία. Νέον Έθνος, εβδομαδιαία εφημερίδα, Λάρνακα. Σάλπιγξ, εβδομαδιαία εφημερίδα, Λεμεσός. Cyprus Blue Book Year 1914–1915, Λευκωσία 1915. Cyprus Blue Book Year 1919–1920, Λευκωσία 1920. Β. Βιβλιογραφία Ελληνόφωνη Γεωργιάδης, 2002 Κρίτων Γεωργιάδης, “Δημοτικές Εκλογές στη Λάρνακα (1878–1986)”, Λάρνακα 2000. Το τέλος ενός αιώνα, Εκδόσεις Δήμου Λάρνακας, Λάρνακα: 191–226. Γεωργής, 2008 Γ. Γεωργής, “Το Προξενείο της Ελλάδας στην Κύπρο κατά την περίοδο του Διχασμού: Από τις βασιλικές βαπτίσεις στην προξενική αποστασία”, Γ. Καζαμίας & Π. Παπαπολυβίου (επιμ.), Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και η Κύπρος, Πρακτικά Συνεδρίου, Καστανιώτης, Αθήνα: 98–128. Archived at Flinders University: dspace.flinders.edu.au Όψεις και ιδιαιτερότητες του Εθνικού Διχασμού στην Κύπρο, 1914–1920 505 Εγγλεζάκης, 1986 Βενέδικτος Εγγλεζάκης, “Η Εκκλησία της Κύπρου από το 1878 μέχρι το 1955”, Κυπριακά 1878–1955, Διαλέξεις του Λαϊκού Πανεπιστημίου 2, Λευκωσία. Καζαμίας, 2008 Γιώργος Καζαμίας, “... ως Έλληνες [...] προς έναν μεγάλον Έλληνα της σύγχρονης Ελλάδος”, Ο θάνατος του Ελευθέριου Βενιζέλου στον ελληνικό Τύπο της Κύπρου, Γ. Καζαμίας & Π. Παπαπολυβίου (επιμ.), Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και η Κύπρος, Πρακτικά Συνεδρίου, Καστανιώτης, Αθήνα: 201–220. Καταλάνος, 1918 Νικόλαος Καταλάνος, Κυπριακόν Λέυκωμα Ζήνων, έτος Β΄, Λευκωσία. Κουδουνάρης, 2001(4) Αριστείδης Κουδουνάρης, Βιογραφικόν Λεξικόν Κυπρίων 1800–1920, Λευκωσία. Λέφκης, 1984 Γιάννης Λέφκης, Οι ρίζες, Λεμεσός. Μαυρογορδάτος, 1988 Γεώργιος Θ. Μαυρογορδάτος, “Βενιζελισμός και αστικός εκσυγχρονισμός”, Βενιζελισμός και αστικός εκσυγχρονισμός, επιμ. Γ. Θ. Μαυρογορδάτος – Χ. Χ. Χατζηιωσήφ, Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης. Μαρκίδου, 2003 Νταϊάνα Μαρκίδου, “Κύπρος 1878–1925: Ασάφειες και αβεβαιότητες, Μια ευρύτερη όψη της Βρετανικής πολιτικής”, Επιστημονική Επετηρίς της Κυπριακής Εταιρείας Ιστορικών Σπουδών, τ. Στ΄, Λευκωσία. Μιχαηλίδη, 1974 Άννα Μιχαηλίδη, Λάρνακα, η παλιά Σκάλα, Λευκωσία: Τυπογραφεία Ζάβαλλη. Παπαπολυβίου, 1997 Πέτρος Παπαπολυβίου, Η Κύπρος και οι Βαλκανικοί Πόλεμοι. Συμβολή στην ιστορία του κυπριακού εθελοντισμού, Λευκωσία: Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών. Πικρός, 1980 Γιάννης Π. Πικρός, Ο Βενιζέλος και το κυπριακό, Αθήνα: Φιλιππότη. Αγγλόφωνη Kitroeff, 1983 Alexander Kitroeff, “The Greeks in Egypt: Ethnicity and class”, Journal of the Hellenic Diaspora, Fall 1983, Vol X., No. 3, pp. 5–16. Kitroeff, 1989 Alexander Kitroeff, “The Greeks in Egypt, 1919–1937: Ethnicity and Class”, St Antony’s Middle East Monographs; v. 20, Oxford: Ithaca Press. Markides, 2008 Diana Markides, “Βρετανική βενιζελοφιλία και βενιζελική αγγλοφιλία στην περίπτωση της Κύπρου”, Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και η Κύπρος, επιμ. Γ. Καζαμίας – Π. Παπαπολυβίου, Αθήνα: Καστανιώτη. Mavrogordatos, 1983 George Th. Mavrogordatos, Stillborn Republic. Social Coalitions and Party Strategies in Greece, 1922–1936, Barkeley: University of California Press. Archived at Flinders University: dspace.flinders.edu.au Παρασκευή Κατσιάρη 506 

 

Πηγή:

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image
Image