Μαλάλας Ιωάννης

Image

Βυζαντινός χρονογράφος του 6ου μ.Χ. αιώνα. Ο Μαλάλας καταγόταν από την Αντιόχεια της Συρίας. Έγραψε Χρονογραφία, στην οποία, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του είδους, πραγματεύεται τα γεγονότα από τα αρχαιότατα χρόνια ως την εποχή του. Η χρονογραφία του Μαλάλα καλύπτει την περίοδο από τη μυθική εποχή των Αιγυπτίων ως τα χρόνια του Ιουστινιανού. Οι μελετητές της τη θεωρούν σημαντική όχι τόσο για το περιεχόμενό της όσο για τη γλώσσα της, που είναι ένα από τα πρώτα δείγματα της δημώδους ελληνικής γλώσσας.

 

Στη Χρονογραφία του Μαλάλα περιέχονται και αρκετές πληροφορίες για την Κύπρο. Το παλαιότερο σχετικό με την Κύπρο γεγονός που αναφέρει ο Μαλάλας ανάγεται στην περίοδο του Τρωικού πολέμου. Κατά τη διάρκεια των Τρωικών, γράφει ο Μαλάλας, ο Τεύκρος ο Τελαμώνιος και ο Ιδομενεύς κατέλαβαν, λεηλάτησαν και κατέστρεψαν την Κύπρο στα πλαίσια των επιδρομών τους στα μέρη της Μικράς Ασίας και της Ανατολής (5.128).

 

Ο ίδιος Τεύκρος εμφανίζεται και σε άλλο σημείο της Χρονογραφίας (20.7). Ο Μαλάλας, αντλώντας, όπως λέει, από σύγγραμμα του Σίσυφου του Κώου, γράφει ότι η αιτία της αυτοκτονίας του Αίαντα του Τελαμώνιου δεν ήταν τα όπλα του Αχιλλέα αλλά το Παλλάδιον — μικρό ξύλινο άγαλμα της Παλλάδος Αθηνάς — που βρισκόταν στον ναό της θεάς στην Τροία και ότι γι΄ αυτό φιλονίκησε με τον Οδυσσέα. Για να βοηθήσει τον αδελφό του, έφθασε αμέσως στην Τροία ο Τεύκρος, που βρισκόταν κιόλας στη Σαλαμίνα της Κύπρου. Επειδή όμως δεν πρόλαβε ζωντανό τον αδελφό του, πήρε τους γιους του Αιαντίδη, που απέκτησε από την πρώτη του γυναίκα Γλαύκη και Ευρυσάκη που του γέννησε η Τέκμησσα και την ίδια την Τέκμησσα και τους έφερε στην κυπριακή Σαλαμίνα.

 

Αλλού ο Μαλάλας παραδίδει την πληροφορία ότι στην Αντιόχεια, μαζί με Έλληνες από άλλες πόλεις, κατοικούσαν και Κύπριοι. Τέλος, μιλώντας πάλι για τη Σαλαμίνα της Κύπρου, γράφει ότι στην αρχαία αυτή κυπριακή πόλη έγινε, τον 4ο αιώνα μ.Χ., φοβερός σεισμός «από οργή Θεού» με αποτέλεσμα να βυθιστεί στη θάλασσα το μεγαλύτερο μέρος της και το υπόλοιπο να ισοπεδωθεί.  Όταν αργότερα ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Κωνστάντιος, γιος του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ξανάκτισε την πόλη, έδειξε σ' αυτήν μεγάλη εύνοια και γενναιοδωρία και τη μετονόμασε, από το όνομά του, Κωνσταντία.