Μάρκος ευαγγελιστής

Image

Ο ένας από τους τέσσερις γνωστούς ευαγγελιστές, ο Μάρκος, θεωρείται ότι ήταν Κύπριος εβραϊκής καταγωγής, σχετίστηκε δε με τη διάδοση του Χριστιανισμού στο νησί στα μέσα του 1ου μ.Χ. αιώνα. Αριθμείται ως ένας εκ των 70 αποστόλων και εορτάζεται στις 25 Απριλίου.

 

Όπως συνηθιζόταν την εποχή εκείνη, είχε δυο ονόματα, Ιωάννης Μάρκος, είναι όμως γνωστός με το δεύτερο, το οποίο φέρει και το ευαγγέλιο που έγραψε. Ήταν γιος της Μαρίας (βλέπε λήμμα Μαρία αγία), αδελφής ή ανεψιάς του αποστόλου Βαρνάβα, του θεμελιωτή της Κυπριακής Εκκλησίας. Τόσο η Μαρία όσο και ο Βαρνάβας θεωρούνται Κύπριοι. Στις Πράξεις Ἀποστόλων εξάλλου (4.36) αναφέρεται σαφώς ότι ο Βαρνάβας ήταν Κύπριος τῳ γένει αλλά εβραϊκής καταγωγής. Όπως και η αδελφή του Μαρία, ήσαν ασφαλώς γόνοι οικογένειας εβραϊκής της Κύπρου. Είναι γνωστό ότι κατά τα Ρωμαϊκά χρόνια βρίσκονταν εγκατεστημένοι στην Κύπρο πολλοί Εβραίοι, προς τους οποίους είχε γίνει αρχικά από τους αποστόλους η νέα (χριστιανική) διδασκαλία και από τους οποίους οι απόστολοι που ήλθαν στο νησί (Παύλος, Βαρνάβας και Μάρκος) είχαν καταδιωχθεί σχεδόν σε όλες τις κυπριακές πόλεις. Από τους Εβραίους της Σαλαμίνος, τελικά, είχε θανατωθεί εκεί ο απόστολος Βαρνάβας κατά τη δεύτερη αποστολική του περιοδεία στην Κύπρο, ενώ ο Μάρκος που τον συνόδευε μόλις είχε κατορθώσει να σωθεί και ν' αναχωρήσει καταδιωκόμενος (βλέπε και λήμμα Βαρνάβας απόστολος).

 

Η Μαρία, μητέρα του Μάρκου, ζούσε στα Ιεροσόλυμα στα χρόνια του Χριστού, όπως προκύπτει από αναφορά στις Πράξεις, φαίνεται δε ότι ήταν αρκετά ευκατάστατη. Το σπίτι της ήταν χώρος συγκέντρωσης, ακόμη και απόκρυψης, των πρώτων Χριστιανών. Υποστηρίχθηκε μάλιστα ότι στο σπίτι της είχε γίνει ο μυστικός δείπνος. Τότε ο Μάρκος θα πρέπει να ήταν μικρό παιδί. Έχει ακόμη υποστηριχθεί ότι ο ανώνυμος νεανίσκος που αναφέρεται στο κατά Μάρκον ευαγγέλιο ως περιβεβλημένος σινδόνα ἐπί γυμνο κατά τη σύλληψη του Χριστού στον κήπο της Γεσθημανή, ήταν ο ίδιος ο Μάρκος. Εξεφράσθη επίσης η άποψη ότι ο κήπος αυτός ήταν κτήμα της οικογένειάς του.

 

Προκύπτει πάντως ότι ο Μάρκος είχε γνωρίσει προσωπικά τον Χριστό, αλλά δεν άκουσε από τον ίδιο όλες τις διδασκαλίες του. Μετά τον θάνατο και την ανάσταση του Χριστού, και την ίδρυση της Εκκλησίας, ο Μάρκος συνόδευσε τον θείο του Βαρνάβα στην Αντιόχεια και, λίγο αργότερα, στην Κύπρο όπου είχε έλθει μαζί με τον απόστολο Παύλο. Ο Μάρκος συνόδευσε τους δυο αποστόλους ως «υπηρέτης», δηλαδή ως φροντιστής, κατηχητής και γραμματέας. Αργότερα, στην Παμφυλία, εγκατέλειψε τους δυο αποστόλους κι επέστρεψε στα Ιεροσόλυμα, πράγμα που τον έφερε σε σύγκρουση προς τον Παύλο. Όταν, λίγα χρόνια αργότερα, ετοιμάστηκε δεύτερη αποστολική περιοδεία στην Κύπρο, ο Παύλος δεν θέλησε να συμμετάσχει μαζί με τον Μάρκο, γι’ αυτό κι ο τελευταίος συνόδευσε στο νησί μόνο τον θείο του Βαρνάβα. Πιο ύστερα ο Μάρκος συμφιλιώθηκε με τον Παύλο, τον οποίο και συνόδευσε στη Ρώμη κι ο οποίος του ανέθεσε αποστολές (όπως στις Κολοσσές της Μ. Ασίας, όπου ο Παύλος τον συνέστησε [Προς Κολοσ., Δ', 10]). Συνδέθηκε επίσης με τον άλλο κορυφαίο απόστολο, τον Πέτρο, φαίνεται δε ότι υπήρξε ακόλουθος και των δύο.

 

Μετά τον θάνατο του Πέτρου, σύμφωνα δε και προς την αρχαία εκκλησιαστική παράδοση, ο Μάρκος πήγε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, θεμελίωσε την εκεί Χριστιανική Εκκλησία κι έγινε ο πρώτος της επίσκοπος. Αναφέρεται δε ότι πέθανε μαρτυρικά στην Αλεξάνδρεια κι ετάφη σε ένα χωριό κοντά στην πόλη αυτή. Τον 9ο αιώνα, Βενετοί έμποροι βρήκαν τα λείψανά του και τα μετέφεραν στη Βενετία, την πόλη στην οποία ιδιαίτερα τιμάται ο ευαγγελιστής και απόστολος.

 

Το ευαγγέλιό του πιστεύεται ότι ο Μάρκος το έγραψε είτε στη Ρώμη (μεταξύ 65 και 70 μ.Χ.), είτε στην Αίγυπτο λίγο αργότερα. Μια άλλη θεολογική άποψη είναι ότι στη Ρώμη είχε γράψει τα απομνημονεύματά του (ενόσω ζούσε ακόμη ο απόστολος Πέτρος), ενώ αργότερα στην Αίγυπτο είχε εκδώσει το ευαγγέλιό του.