Ποντικός ή σπιτοπόντικας

Image

Ένα σημαντικό κομμάτι της σπουδαίας βιοποικιλότητας του τόπου μας αποτελούν τα θηλαστικά ζώα. Στην Κύπρο συναντάμε 31 διαφορετικά είδη θηλαστικών εκ των οποίων τα 19 ανήκουν στις νυχτερίδες. Πέντε από αυτά τα 31 θηλαστικά που συναντάμε στην Κύπρο αποτελούν τα γνωστά μας τρωκτικά τα οποία ανήκουν στην οικογένεια Μυίδες (Muridaeor murids). Η οικογένεια αυτή είναι η πιο μεγάλη οικογένεια θηλαστικών και συμπεριλαμβάνει 700 διαφορετικά είδη σε ολόκληρο τον πλανήτη. Η λέξη Muridae προέρχεται από τη λατινική λέξη mus που σημαίνει ποντικός.

 

Μερικά από αυτά αποτελούν τα πιο μισητά θηλαστικά της Κύπρου αλλά και ολόκληρου του πλανήτη, καθώς προκαλούν ανυπολόγιστες ζημιές στους ανθρώπους και γι’ αυτό καταπολεμούνται συστηματικά.

 

 

Τα πέντε είδη τρωκτικών που συναντάμε στην Κύπρο είναι:

 

  1. Black rat – Rattus rattus (Linnaeus, 1758) ποντίκα ή μαύρος αρουραίος
  2. Brown rat – Rattus norvegicus (Berkenhout, 1769) ποντίκα ή κοινός καστανός αρουραίος
  3. Cypriot mouse – Mus cypriacus (Cucchietal, 2006) κυπριακός ποντικός
  4. Cyprus Spiny Mouse – Acomys nesiotes (Bate, 1903) κυπριακός ακανθοποντικός
  5. House mouse – Mus musculus domesticus (Linnaeus, 1758) σπιτικός ή οικιακός ποντικός

 

Ο μαύρος αρουραίος και ο κοινός καστανός αρουραίος (αρουραίοι ή ποντίκες στα κυπριακά) είναι φορείς αρκετών ασθενειών όπως ο τύφος που μεταδίδεται στον άνθρωπο από τσίμπημα ψύλλου που παρασιτούσε πριν πάνω σε ποντίκα. Προκαλούν τεράστιες καταστροφές στη γεωργία όπως σιτηρά και καρπούς δέντρων. Επίσης κάνουν τεράστιες ζημιές στην κτηνοτροφία σκοτώνοντας περιστέρια, κοτόπουλα και άλλα οικόσιτα πουλιά, ακόμα και νεαρά κουνέλια, καταστρέφουν φωλιές άγριων πουλιών και μπορούν να σκοτώσουν θηράματα πολύ μεγαλύτερα από το μέγεθός τους. Η καταπολέμησή τους πρέπει να είναι συστηματική με ασφαλή δηλητήρια για τα άλλα ζώα. Να μην τοποθετούνται σε αυλές σπιτιών τροφές γατών και σκύλων και εκτεθειμένα σκουπίδια ώστε να αποφεύγεται η εγκατάστασή τους και ο πολλαπλασιασμός τους. Η ύπαρξή τους στην Κύπρο οφείλεται στο ότι έχουν μεταφερθεί κατά λάθος από πλοία.

 

 

Οι περισσότερες αναφορές στα τρωκτικά της Κύπρου κάνουν λόγο για την ύπαρξη μόνο ενός είδους ποντίκας στην Κύπρο, της μαύρης ποντίκας Rattus rattus. Υπήρξαν μερικές αναφορές για την ύπαρξη και δεύτερου είδους ποντίκας, της καφέ Rattus norvegicus, αλλά οι πιο πρόσφατες επιστημονικές εργασίες και βιβλία από το Τμήμα Δασών και την Υπηρεσία Θήρας και Πανίδας, αλλά και από ξένους επιστήμονες κάνουν αναφορά για την παρουσία μόνο της μαύρης ποντίκας στην Κύπρο ή αμφισβητούν την ύπαρξη της καφέ ποντίκας ή την αγνοούν εντελώς, κάνοντας αναφορά στην παρουσία μόνο 30 ειδών θηλαστικών χωρίς την παρουσία της καφέ ποντίκας. Σε πρόσφατες έρευνες που έκανα μαζί με τον δρα Ελευθέριο Χατζηστερκώτη, λειτουργό Περιβάλλοντος του Ινστιτούτου Γεωργικών Ερευνών, για τη διασπορά των τρωκτικών της Κύπρου και τις επιπτώσεις τους στη γεωργία και τη βιοποικιλότητα, επιβεβαιώσαμε την παρουσία της καφέ ποντίκας. Η εν λόγω ποντίκα, η οποία σχεδόν είναι διπλάσια σε μέγεθος από τη μαύρη ποντίκα, ξεχωρίζει σχετικά εύκολα στην εμφάνιση, διότι έχει μικρότερα αφτιά, κοφτή μύτη και πιο κοντή ουρά σε σχέση με το μήκος της κεφαλής και του σώματος. Η ουρά είναι άσπρη στο κάτω μέρος και μαύρη από πάνω, ενώ της μαύρης ποντίκας είναι μαύρη. Τα ευρήματά μας επιβεβαιωθήκαν με αναλύσεις DNA που έγιναν στο Πανεπιστήμιο του Σάσαρι της Σαρδηνίας. Σχετική ανακοίνωση έγινε σε συνέδριο στο εξωτερικό.

 

 

Ο κυπριακός ποντικός βρίσκεται στην κόκκινη λίστα της IUCN με τα είδη που κινδυνεύουν με εξαφάνιση. Είναι ενδημικό είδος της Κύπρου και ανακαλύφθηκε για πρώτη φορά το 2004 και έχει περιγραφεί το 2006 από τον λειτουργό Περιβάλλοντος του Ινστιτούτου Γεωργικών Ερευνών δρα Ελευθέριο Χατζηστερκώτη, μαζί με τους συνεργάτες του από τη Γαλλία Cucchi, Orth, Auffray, Renaud, Fabre, Catalan, Bonhomme και Vigne. Πρόκειται για το πρώτο νέο θηλαστικό που ανακαλύφθηκε στην Ευρώπη τα τελευταία 100 χρόνια. Μοιάζει πολύ με τον οικιακό ποντικό και τον συναντάμε σε πεδινές αλλά και σε ορεινές περιοχές. Ο κυπριακός ποντικός έχει μεγαλύτερο κρανίο, αφτιά, μάτια και δόντια από τον συνηθισμένο οικιακό ποντικό που ξέρουμε, αλλά και άσπρες τρίχες (τούφες) πίσω από τα αφτιά. Αυτές οι μορφολογικές διαφορές με τον οικιακό ποντικό είναι τόσο ανεπαίσθητες, που μόνο ελάχιστοι γνώστες του θέματος μπορούν να τον ξεχωρίσουν, οπόταν κάποιος που θα τον δει να τρέχει από μια μικρή απόσταση ή ακόμα και από πολύ κοντά θα πει ότι είδε οικιακό ποντικό. Με βάση τις αναλύσεις DNA που έγιναν στη Γαλλία, έχει βρεθεί ότι έφθασε στην Κύπρο πριν μισό με ένα εκατομμύριο χρόνια με φυσικές διαδικασίες, όπως πάνω σε επιπλέοντες κορμούς δέντρων που τους παρέσυραν έντονες βροχές και έφθαναν στις ακτές της Κύπρου. Λόγω της απομόνωσης του νησιώτικου περιβάλλοντος μακροχρόνια εξελίχθηκε σε ενδημικό είδος. Ο κυπριακός ποντικός έχει χαρακτηριστεί ως ζωντανό απολίθωμα, καθώς όλα τα ενδημικά θηλαστικά εκτός από τα δύο είδη μυγαλών, έχουν εξαφανιστεί από τα νησιά της Μεσογείου μετά από την άφιξη του ανθρώπου. Αν και προστατευόμενο είδος, αυτό είναι σχεδόν αδύνατο καθώς πέφτει θύμα με την αναπόφευκτη καταπολέμηση των άλλων επιβλαβών τρωκτικών.

 

 

Είδη που κινδυνεύουν με εξαφάνιση

Ο ακανθοποντικός βρίσκεται και αυτός στην κόκκινη λίστα της IUCN με τα είδη που κινδυνεύουν με εξαφάνιση. Είναι ένα σπάνιο τρωκτικό που μοιάζει πολύ με ποντίκα και τρέφεται με σπόρους, καρπούς, έντομα και σαλιγκάρια. Ονομάζεται ακανθοποντικός διότι οι τρίχες στη ράχη του είναι σκληρές και μοιάζουν με αγκάθια. Από μια σχετική απόσταση όταν τον δει κάποιος θα πει σίγουρα ότι είδε αρουραίο, καθώς ο ακανθοποντικός μοιάζει καταπληκτικά με αρουραίο. Μετά από μια αξιόπιστη αναφορά του είδους το 1980 αναφέρθηκε ξανά το 2000 από τον γιο μου Αντρέα. Ο Αντρέας που ήταν στρατιώτης τότε και υπηρετούσε στο οροπέδιο του Άρωνα στην Αθαλάσσα έβαλε παγίδες με δόλωμα ελιές για καταπολέμηση των ποντίκων και με έκπληξη είδε ότι έπιασε δύο ακανθοποντικούς.

 

Ο σπιτικός ή οικιακός ποντικός (σπιτοπόντικας) είναι επιβλαβές τρωκτικό που το συναντάμε παντού, κυρίως μέσα σε σπίτια, αποθήκες και φάρμες. Προκαλεί πολλές ζημιές και καταπολεμάται συστηματικά και αυτός από τον άνθρωπο.

 

Στον έλεγχο των πληθυσμών των βλαβερών τρωκτικών σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν οι γάτες, τα φίδια, η αλεπού και τα αρπαχτικά πουλιά, κυρίως το ανθρωποπούλι. Ένα ζευγάρι ανθρωποπούλια μαζί με τους νεοσσούς του καταναλώνει χιλιάδες αρουραίους και ποντικούς σε έναν χρόνο και αυτό τα καθιστά ένα από τα πιο πολύτιμα άγρια πτηνά για τους αγρότες και γι’ αυτό σε πολλές χώρες έχουν κατασκευαστεί παραδοσιακοί αχυρώνες και στάβλοι, με ειδικές πόρτες ή τρύπες που παρέχουν στα πουλιά αυτά πρόσβαση σε κατάλληλες θέσεις φωλιάσματος. Φανταστείτε τι τεράστιο πρόβλημα θα είχαμε με τα τρωκτικά αν δεν υπήρχαν αυτά τα πουλιά. Στην Κύπρο σύμφωνα με το Τμήμα Γεωργίας στο πλαίσιο του σχεδίου καταπολέμησης της ποντίκας, σε μια προσπάθεια προώθησης της βιολογικής καταπολέμησής της, τοποθετεί τεχνητές φωλιές ανθρωποπουλιών σε περιοχές όπου υπάρχουν ενδείξεις ύπαρξής της.

 

 

Αν και οι ποντικοί ζουν μόνο γύρω στους 18 μήνες και πολλοί πεθαίνουν κατά τον πρώτο τους χειμώνα, είναι πολύ δύσκολο να εξολοθρευθούν από τον άνθρωπο. Γεννούν και πολλαπλασιάζονται τόσο γρήγορα, ώστε μόνο στη διάρκεια ενός καλοκαιριού και μόνο από μια φωλιά, μπορούν μέχρι και να δεκαπλασιαστούν. Τα θηλυκά γεννούν πέντε μέχρι δέκα φορές τον χρόνο, πέντε έως έξι μικρά σε κάθε γέννα. Τα μικρά εγκαταλείπουν τη φωλιά τους μετά 20 περίπου μέρες. Μετά πάροδο τριών περίπου εβδομάδων τα θηλυκά αρχίζουν πάλι να γεννούν.

 

Από τα μικρά ποντίκια (ποντικούδκια) οι Κύπριοι παρασκεύαζαν παλαιότερα το «ποντικόλαδον» που πίστευαν ότι ωφελούσε στ’ αυτιά (ανακούφιζε τον πόνο).  Έπιαναν νεογνά άτριχα και τα έβαζαν σε λάδι (όπου φυσικά πνίγονταν) επί 40 μέρες και μετά έσταζαν από εκείνο το «ποντικόλαδον» στο αυτί που πονούσε.

 

Οι νεολιθικοί άνθρωποι στην Κύπρο έφεραν και γάτους πριν περίπου 9000 χρόνια, τους οποίους είχαν ως κατοικίδια και πολύ πιθανόν να τους είχαν για να σκοτώνουν τα τρωκτικά που τους κατέστρεφαν τις σοδειές και τα αποθηκευμένα τους τρόφιμα.

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image
Image
Image