Πραξικόπημα

Image

Το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου του 1974 κατά της νόμιμης κυβέρνησης του τότε προέδρου αρχιεπισκόπου Μακαρίου είναι ένα από τα συγκλονιστικότερα και σοβαρότερα γεγονότα της πρόσφατης ιστορίας της Κύπρου. Η πραγματοποίηση της τουρκικής στρατιωτικής εισβολής στο νησί λίγες μόνο μέρες αργότερα, στις 20 Ιουλίου του 1974, ήταν το δεύτερο και καταστροφικότερο σκέλος που συμπλήρωσε το δίπτυχο της συμφοράς.

 

Τα προηγηθέντα: Το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου του 1974 καθοδηγήθηκε και διατάχθηκε από κέντρα αποφάσεων εκτός Κύπρου. Από την Αθήνα, έδρα της στρατιωτικής χούντας που κυβέρνησε την Ελλάδα για 7 χρόνια (1967-1974), όπως απέδειξαν τα ίδια τα γεγονότα. Προφανώς όμως η τελική έγκριση για διεξαγωγή της ενέργειας αυτής είχε δοθεί από άλλα, μεγαλύτερα κέντρα αποφάσεων, όπου η έρευνα δεν μπόρεσε να φθάσει. Καθολική υπήρξε η πεποίθηση στην Κύπρο ότι η διενέργεια του πραξικοπήματος ήταν ιδιαίτερα σοβαρή ενέργεια, ώστε να μη μπορούσαν να την αποφασίσουν από μόνοι τους οι στρατιωτικοί δικτάτορες της Αθήνας. Είναι γνωστό, εξ άλλου, ότι το καθεστώς στην Ελλάδα δεν μπορούσε να στηριχθεί χωρίς την ανοχή - ακόμη και τη βοήθεια - των δυτικών συμμάχων της χώρας. Δηλαδή του NATO και κατ’ επέκταση των ιδίων των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.

 

Τα γενικότερα όσο και τα ειδικά συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών στην ζωτική όσο κι εκρηκτική Μέση Ανατολή και την περιοχή των πετρελαίων δεν μπορούσαν να παραγνωρίσουν τον παράγοντα Κύπρος. Η Ανατολική Μεσόγειος και η Μέση Ανατολή ήταν, ταυτόχρονα, περιοχή «επαφής» των σφαιρών επιρροής των υπερδυνάμεων, του ανατολικού και του δυτικού κόσμου. Η στρατηγική σημασία της Κύπρου ήταν ιδιαίτερα κατανοητή ακόμη κι από το 1950-1956 και η δήλωση την περίοδο εκείνη του Άγγλου υφυπουργού Χόπκινσον ότι το νησί, λόγω των ιδιαζουσών συνθηκών, δεν θα μπορούσε ποτέ να καταστεί πλήρως ανεξάρτητο, ήταν πολύ χαρακτηριστική και σαφής. Ταυτόχρονα το χρόνιο Κυπριακό ζήτημα ήταν φανερό ότι διασπούσε την Νοτιανατολική Πτέρυγα του NATO, αφού εξ αιτίας του Κυπριακού, βρίσκονταν μόνιμα σε κατάσταση εχθρική δυο βασικά στελέχη της συμμαχίας, η Ελλάδα και η Τουρκία. Αυτή η κατάσταση εν μέσω Ψυχρού Πολέμου και του δόγματος της περιχαράκωσης της Σοβιετικής Ένωσης, ήταν επίσης ιδιαίτερα ευνοϊκή και για το Κρεμλίνο που επιχειρούσε να βρει ερείσματα στην Ανατολική Μεσόγειο. Σε αρκετές περιπτώσεις η Πολιτική του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και η σύμπλευση της Κύπρου με το ελεγχόμενο από τη Σοβιετική Ένωση Κίνημα των Αδεσμεύτων, ακόμα και η απόπειρα αγοράς σοβιετικών πυραύλων,  δημιουργούσε πρόσφορο έδαφος ώστε ο Μακάριος να κατηγορείται από τη Δύση και δη τους Αμερικανούς ως ο Φιντελ Κάστρο της Μεσογείου.  

 

Η λύση που επεβλήθη το 1959-1960 (Ζυρίχη-Λονδίνο) απεδείχθη σύντομα, ίσως συντομότερα κι απ’ ό,τι αναμενόταν, ότι δεν λειτουργούσε. Και οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι αποδείχθηκαν ανωριμοι να αποδεχθούν τη λύση, οπότε το πρόβλημα παρέμενε. Το 1964, μετά την απόχωρηση των Τ/κ από την Κυβέρνηση και την έκδοση του Ψηφίσματος 186 από τον ΟΗΕ  οι Ηνωμένες Πολιτείες επιχείρησαν δια του δικού τους μεσολαβητή, του Ντην Άτσεσον, πρότειναν δική τους λύση που προσπάθησαν να την επιβάλουν ακόμη και με πολλές πιέσεις επί της τότε ελληνικής κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου, το 1965. Ο Παπανδρέου αρνήθηκε να ενδώσει και μέσα στον ίδιο χρόνο (Ιουλίος του 1965) απεπέμφθη από το παλάτι.

Για το σχέδιο Άτσεσον υπήρξαν πάντως διαχρονικά αρκετές προσεγγίσεις κατά πόσον το σχέδιο αυτό ήταν υπό τις περιστάσεις θετικό ή αρνητικό για την Κύπρο. 

Ακολούθησε στην Ελλάδα μια περίοδος πολιτικής αστάθειας, που κατέληξε στην επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας τον Απρίλιο του 1967. Στην Κύπρο ο πρόεδρος Μακάριος δεν αντιμετώπισε παρόμοια προβλήματα. Κι επειδή δεν υπήρχε ισχυρή αντιπολίτευση, κι επειδή ήταν πανίσχυρος στο εσωτερικό ο ίδιος, κι επειδή (ως αδέσμευτος) μπόρεσε να εξασφαλίσει τα νώτα του, χρησιμοποιώντας ως στηρίγματα τον ΟΗΕ, το Κίνημα των Αδεσμεύτων, τις προσωπικές του φιλίες (λ.χ. με τον Νάσερ της Αιγύπτου), ακόμη και τη βοήθεια που ήταν δυνατό να εξασφαλίσει από τη Σοβιετική Ένωση και τις άλλες ανατολικές χώρες. Το λάθος που αρκετοί καταλογίζουν αρκετοί ιστορικοί στον Αρχιεπίσκοπο ήταν ότι δεν υπολόγισε τα αυτονόητα στην Κύπρο. Οτι διά των συνθηκών Ζυρίχης -Λονδίνου η Κύπρος απόκτησε τρεις εγγυήτριες δυνάμεις, οι οποίες 9και οι τρεις) ήταν μέλη του ΝΑΤΟ. Αυτό στην πράξη δεν επέτρεπε στην Κύπρο να έχει την πολυδιάστατη πολιτική που οραματιζόταν ο Αρχιεπίσκοπος. 

 

Μετά τις διακοινοτικές συγκρούσεις πάντως (μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων) και τον αυτοεγκλωβισμό των Τουρκοκυπρίων στις περιοχές όπου πλειοψηφούσαν, κι αφού μπόρεσε ν’ αντιμετωπίσει τις απειλές της Τουρκίας για στρατιωτική εισβολή στην Κύπρο, κι αφού ακόμη μπόρεσε να διασφαλίσει τη διεθνή αναγνώριση και υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας, ο πρόεδρος Μακάριος συμφώνησε στην έναρξη διαλόγου μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Ο διάλογος άρχισε το 1968 και προχωρούσε πολύ αργά, αλλά σταθερά. Τα πράγματα στην Κύπρο έγιναν τώρα πιο ήρεμα, ιδίως μετά τις μεγάλες κρίσεις του 1964 (διακοινοτικές συγκρούσεις και επέμβαση της τουρκικής πολεμικής αεροπορίας που βομβάρδισε την περιοχή της Τηλλυρίας) και του 1967 (μάχη της Κοφίνου, απειλές της Τουρκίας για εισβολή, απόσυρση από το νησί της ελληνικής μεραρχίας και του στρατηγού Γρίβα).

 

Γύρω στα 1969-1970 ο Μακάριος φάνηκε ότι θα ήταν ο μεγάλος κερδισμένος. Στο εσωτερικό ήταν πάντοτε ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης κι ο απόλυτος κυρίαρχος. Στο εξωτερικό το κύρος του ήταν τεράστιο και η προσωπικότητά του διεθνώς ανεγνωρισμένη. Στην Ελλάδα κυκλοφόρησαν φήμες ότι δυνατό να ήταν ο επόμενος μεγάλος ηγέτης ολόκληρου του Ελληνισμού˙ μερικοί μάλιστα τον παρομοίασαν προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο που, ξεκινώντας από ένα νησί (την Κρήτη) ανέτρεψε μια ελληνική δικτατορία κι οδήγησε την Ελλάδα προς τα εμπρός, κι ανέμεναν ότι κι ο Μακάριος, ξεκινώντας επίσης από ένα νησί (την Κύπρο), ήταν δυνατό να πράξει το ίδιο. Τέτοιες απόψεις θορυβούσαν τον Έλληνα δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο. Μάλιστα μια απόπειρα κατά της ζωής του δικτάτορα (απόπειρα Αλ. Παναγούλη) που ξεκίνησε από την Κύπρο, με ανάμειξη του τότε Κυπρίου υπουργού Εσωτερικών και Αμύνης Πολυκάρπου Γεωρκάτζη, ήλθε ν’ αυξήσει τους φόβους του ελληνικού στρατιωτικού καθεστώτος. Και το καθεστώς Παπαδοπούλου αποφάσισε να δραστηριοποιηθεί, στρεφόμενο κατά του Μακαρίου.

 

Ο Παπαδόπουλος ζήτησε από τον Μακάριο πλήρη υποταγή, με υπακοή του σε οποιεσδήποτε αποφάσεις λαμβάνονταν στην Αθήνα (στο «εθνικό κέντρο» όπως το ονόμασε), και λίγο αργότερα ζήτησε να γίνουν υποχωρήσεις από ελληνοκυπριακής πλευράς στον συνεχιζόμενο στο νησί διακοινοτικό διάλογο. Η πρώτη απαίτηση του Παπαδόπουλου (υπακοή στον ίδιο) μπορεί να εξηγηθεί εύκολα. Ο Μακάριος την απέρριψε, τονίζοντας πως δεν μπορούσε να δέχεται απλώς εντολές σε ζητήματα που αφορούσαν την επιβίωση της ίδιας της Κύπρου, της χώρας της οποίας ήταν ο εκλελεγμένος πρόεδρος. Η δεύτερη απαίτηση του Παπαδόπουλου για υποχωρήσεις στο Κυπριακό ήταν επίσης εξηγήσιμη.  Μπορούμε να υποθέσουμε ότι η απαίτηση για υποχωρήσεις εκ μέρους του Μακαρίου δεν προήλθε από τον ίδιο τον Παπαδόπουλο αλλά από τους δυτικούς συμμάχους της Ελλάδας, μέσω του. Το παλαιό σχέδιο Άτσεσσον δεν είχε ξεχαστεί από τους Αμερικανούς κι εξακολουθούσε ν’ αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της επί του Κυπριακού πολιτικής τους. Την ίδια στιγμή η Τουρκία δεν έδειχνε καθόλου διατεθειμένη να αποδεχθεί μια καθαρά ελληνική λύση στην Κύπρο.

Ο Παπαδόπουλος τελεσιγραφικά σχεδόν ζήτησε από τον Μακάριο να προσεγγίσει το Κυπριακό πιο συναινετικά απειλώντας τον, σε αντίθετη περίπτωση, με την λήψη «πικρών μέτρων». Ο Μακάριος αρνήθηκε να υπακούσει. Και άρχισε πλέον η «αντίστροφη μέτρηση».

 (Βίντεο Ψηφιακός Ηρόδοτος -Αρχείο ΡΙΚ

Είναι φανερό από τις ενέργειες που έγιναν, ότι το στρατιωτικό καθεστώς αποφάσισε να κτυπήσει τον Μακάριο χρησιμοποιώντας διάφορες καταστάσεις στην ίδια την Κύπρο, ή και δημιουργώντας καταστάσεις: Άρχισε ξαφνικά να προβάλλεται και πάλι στο νησί το ζήτημα της ενώσης της Κύπρου με την Ελλάδα, κι ο Μακάριος άρχισε να κατηγορείται ως προδότης γιατί είχε εγκαταλείψει το ιδανικό της ενώσης. Ο στρατηγός Γρίβας, που από το 1967 που ανεκλήθη από την Κύπρο επιτηρείτο από το καθεστώς της Αθήνας, αφέθηκε να «εξαφανιστεί»˙ λίγο αργότερα έγινε γνωστό ότι είχε επανέλθει μυστικά στην Κύπρο, όπου ίδρυσε την οργάνωση ΕΟΚΑ Β΄ με σκοπό ν’ αγωνιστεί υπέρ της ενώσης της Κύπρου με την Ελλάδα, πολεμώντας ακόμη και τον Μακάριο. Εξάλλου, με καθοδήγηση της ελληνικής πρεσβείας στη Λευκωσία, ξεσηκώθηκαν οι τρεις Κύπριοι μητροπολίτες (Πάφου Γεννάδιος, Κιτίου Άνθιμος και Κυρηνείας Κυπριανός) που θυμήθηκαν ξαφνικά ότι ήσαν ασυμβίβαστα το αρχιερατικό με το κοσμικό αξίωμα, κι απαίτησαν από τον Μακάριο να παραιτηθεί της προεδρίας, αφού ήταν κι αρχιεπίσκοπος.

 

Έτσι, το καθεστώς των Αθηνών κινητοποίησε κάθε πιθανό αντίπαλο ή εχθρό του Μακαρίου στο νησί, κι όλους μαζί τους στράτευσε εναντίον του. Ταυτόχρονα χρησιμοποίησε κατά του καθεστώτος Μακαρίου και τους αξιωματικούς του ελληνικού στρατού που βρίσκονταν στην Κύπρο, τόσο ως ελληνικό απόσπασμα (ΕΛΔΥΚ), όσο κι ως ηγεσία και στελέχη της κυπριακής Εθνικής Φρουράς.

 

 

Πηγή:

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image
Image
Image