Αθηένου

Image

Κωμόπολη της επαρχίας Λάρνακας, 20 περίπου χμ. στα νοτιοανατολικά της Λευκωσίας και 12 περίπου χμ. βορειοανατολικά του Δαλιού. Βρίσκεται 145 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, με το βόρειό της τμήμα να ανήκει στη γεωγραφική περιφέρεια της Μεσαορίας και το νότιο στην ανατολική περιφέρεια των κρητιδικών ασβεστόλιθων. Η Αθηένου περιλαμβάνεται στους δήμους της επαρχίας Λάρνακας. Είναι το μεγαλύτερο σε διοικητική έκταση χωριό της επαρχίας Λάρνακας. Η διοικητική του έκταση είναι 6.414 εκτάρια.

 

Γεωλογικά η Αθηένου είναι τοποθετημένη πάνω σε προσχώσεις της Ολόκαινης περιόδου, πρόσφατες αποθέσεις της Πλειστόκαινης, και μαργαϊκές κρητίδες, μάργες και κρητίδες της Μειόκαινης. Τα είδη των εδαφών που αναπτύχθηκαν στην περιοχή του χωριού είναι τα προσχωσιγενή, οι ερυθρογαίες, οι ξερορεντζίνες και τα ασβεστούχα. Τα σχετικά ανθεκτικά πετρώματα της Μειόκαινης περιόδου έχουν δημιουργήσει τα υψώματα στα νότια του χωριού, που ξεπερνούν τα 250 μ. σε ύψος. Οι κιμωλιούχοι αυτοί λόφοι μεταξύ Λύσης και Λουρουτζίνας, στα νότια της Αθηένου, ακολουθούν ΒΑ.- ΝΔ. κατεύθυνση. Μια διακεκομμένη λοφοσειρά με την απότομη πλαγιά προς την Αθηένου, είναι αισθητή. Πάνω στους λόφους δημιουργήθηκαν οι γνωστές «ξερές κοιλάδες» των κιμωλιούχων πετρωμάτων, αν και σε μερικές περιπτώσεις διακρίνονται «περιοδικά» ρυάκια.

 

Η Αθηένου δέχεται μια μέση ετήσια βροχόπτωση κάπου 334 χιλιοστομέτρων. Κάπου 142 χιλιοστόμετρα βροχόπτωσης δέχεται τους μήνες Ιανουάριο, Φεβρουάριο και Μάρτιο, και κάπου 141 χιλιοστόμετρα τους μήνες Οκτώβριο, Νοέμβριο και Δεκέμβριο.

 

Με την περιορισμένη βροχόπτωση που δέχεται το χωριό, είναι επόμενο πως στις ξηρικές εκτάσεις κυριαρχεί η εκτατική καλλιέργεια των σιτηρών. Οι γεωργοί της Αθηένου ούτε πριν από την εισβολή αλλ' ούτε και μετά περιορίστηκαν στη γεωργική έκταση του χωριού τους. Ενοικιάζουν σημαντικές εκτάσεις γης, κάποτε σε απομακρυσμένα χωριά, που τις καλλιεργούν με σιτηρά. Στο χωριό καλλιεργούνται επίσης ελιές, χαρουπιές, αμυγδαλιές, λαχανικά, όσπρια και αμπέλια. Ένα μεγάλο μέρος της έκτασης του χωριού βρίσκεται στην κατεχόμενη καθώς και στην «ουδέτερη» ζώνη.

 

Αρκετά ανεπτυγμένη στο χωριό είναι και η κτηνοτροφία, η οποιά εξακολούθησε να αναπτύσσεται και μετά την εισβολή, παρά το βαρύ πλήγμα που υπέστη το χωριό.

Τα τυροκομεία της Αθηένου είναι μια απόδειξη της μεγάλης παραγωγής γάλακτος. (Βλέπε Βιντεο Πράσινη Συμφωνία Politis-Web-Tv)

 

Εκτός από τη γεωργία και τη κτηνοτροφία, ένα μεγάλο μέρος του οικονομικά ενεργού πληθυσμού της Αθηένου εργοδοτείται και σ' άλλους τομείς απασχολήσεως. Το χωριό έχει ανεπτυγμένη και τη βιομηχανία. Είναι πολύ λίγα τα χωριά της Κύπρου που έχουν ανεπτυγμένα τόσα πολλά είδη βιομηχανίας και τόσες πολλές βιομηχανικές μονάδες. Τα κυριότερα είδη της βιομηχανίας είναι η τυροκομία, η αρτοποιία, η αλευροποιία, η ραφή ενδυμάτων,  η κατασκευή ξύλινων επίπλων, η επεξεργασία γύψου, η κατασκευή τεχνητών ανθέων και στεφάνων και η μηχανουργία. Στα παλιά, αλλά ακόμα και στα πρόσφατα χρόνια, η Αθηένου ήταν γνωστή για τις βούρνες και τις ασβεστολιθικές πλάκες.

 

Η βιομηχανία της Αθηένου βασίζεται τόσο πάνω σε ντόπιες πρώτες ύλες, όπως είναι, για παράδειγμα, το γάλα και τα σιτηρά, όσο και σε ξένες ύλες, όπως τα υφάσματα. Η ύπαρξη εργατικών χεριών, η σχετικά μικρή απόσταση μεταξύ δυο μεγάλων αστικών κέντρων, της Λευκωσίας και της Λάρνακας, και ο σχετικά μεγάλος καταναλωτικός πληθυσμός του χωριού, είναι οι κύριοι παράγοντες που επηρέασαν τη βιομηχανική ανάπτυξή του.

 

Παρά το βαρύ πλήγμα της εισβολής και παρά την εξαιρετικά δύσκολη θέση της σημερινής Αθηένου (περικυκλωμένη από τις δυνάμεις εισβολής), ο πληθυσμός του χωριού κρατήθηκε σε πολύ ψηλά επίπεδα. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, οι πλήρεις απογραφές πληθυσμού έχουν ως ακολούθως:

 

Χρονολογία Κάτοικοι
1881 1.192 
1891 1.367 
1901 1.569 
1911 1.914 
1921 2.223 
1931 2.451 
1946 3.169 
1960 3.417 
1973 3.739 
1976 3.390 
1982 3.570 
1992 3.868 

2001

2011

4.261 

5.017

2021

5.202

 

Στην Αθηένου ανεγέρθηκε και προσφυγικός συνοικισμός. Η κοινότητα προσαρμόζεται συνεχώς και αναδημιουργείται. Δεν υπάρχει άλλο χωριό της Κύπρου που να βρίσκεται σε τόσο δύσκολη «γεωπολιτική» θέση όπως η Αθηένου. Τα τουρκικά στρατεύματα εισβολής έχουν περικυκλώσει το χωριό από τη Λουρουτζίνα μέχρι το Πυρόι στα δυτικά, από το Πυρόι μέχρι τα νότια της Μελούσιας στα βόρεια, κι απ' εκεί μέχρι τις βορειοδυτικές περιοχές των Τρούλλων στα ανατολικά. Μόνο στα νότια υπάρχει διέξοδος προς το ελεύθερο τμήμα της Κύπρου.

 

Η Αθηένου έχει ένα πλούσιο ακτινωτό, αγροτικό δίκτυο. Στα ανατολικά συνδέεται με τη Λύση, στα δυτικά με τον κύριο δρόμο Λευκωσίας- Λάρνακας. Πριν από την εισβολή συνδεόταν απευθείας με τη Λευκωσία μέσω Πυροΐου. Ένας άλλος δρόμος ενώνει το χωριό στα βόρεια με την Τύμπου και στα νότια, μέσω Αβδελλερού, με την Αραδίππου.

 

Η σημερινή Αθηένου θεωρείται η διάδοχος κωμόπολη των αρχαίων Γόλγων, που βρίσκεται στα βορειοανατολικά.

 

Στα ανατολικά του χωριού, στην τοποθεσία Άγιος Φώτιος, βρέθηκαν ναοί και αγάλματα. Ο Γ.Σ. Φραγκούδης γράφει τα ακόλουθα για την τοποθεσία Άγιος Φώτιος: « Στόν Ἃγιον Φώτιον ὁ de Vogue ἀνεκάλυψεν ὡραίας λιθίνους κεφαλάς καί ἀγάλματα, ὁ δέ Cesnola κολοσσιαίαν κεφαλήν καί διαφόρους ἂλλας ἀρχαιότητας˙ εὗρεν ὡσαύτως τό θεμέλινο τοίχων καί 72 βάσεις στύλων βαναύσου τέχνης καί διαφόρου ῥυθμοῦ, ἐξ οὗ φαίνεται, ὃτι ἐνταῦθα ὑπῆρχεν ἀρχαιότατος ναός˙ ἀνεῦρε προσέτι ἀγαλμάτια ἐκ τιτανώδους λίθου ...καί 228 ἂλλα ἀγάλματα, ὧν τά πλεῖστα τεθραυσμένα ...ὑπῆρχεν ἓν ἡμικολοσσιαῖον ἂριστα διατηρούμενον, ἠκρωτηριασμένον ὃμως... Τό ἂγαλμα τοῦτο παριστᾶ ἲσως ἱέρειαν τῆς Ἀφροδίτης. O Cesnola ἀνεῦρε προσέτι κολοσσιαῖον ἂγαλμα Ἡρακλέους τεθραυσμένον

 

Ο Αθανάσιος Α. Σακελλάριος αναφέρει πως στην Αθηένου και στα γειτονικά χωριά «γίνεται τό καλλίτερον μέλι τῆς Κύπρου». Τονίζει πως οι κάτοικοι ασχολούνται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία και αναφέρει το ωραίο βούτυρο του χωριού. Όμως κάνει ιδιαίτερη μνεία του επαγγέλματος του αγωγιάτη για το οποίο φημιζόταν το χωριό. Το ίδιο αναφέρει και ο Γκάννις που πήρε τις πληροφορίες από το Ross: Όλοι οι κάτοικοι του χωριού εξασκούν το επάγγελμα του αγωγιάτη. Σύμφωνα με μια ανεξακρίβωτη παράδοση, οι αγωγιάτες αυτοί έχουν ένα διακεκριμένο παρελθόν, γιατί λέγεται πως κατά την κατάληψη της Αμμοχώστου, μετά που όλοι οι Βενετοί εκτελέστηκαν από τους Τούρκους, υπήρχε ακόμα ένας αριθμός φτωχών ευγενών στους οποίους οι νικητές, κουρασμένοι από την αιματοχυσία, χάρισαν τη ζωή. Αβοήθητοι και φτωχοί, χωρίς τα μέσα να επιστρέψουν στη Βενετία ...αυτοί οι πατρίκιοι στράφηκαν στα επαγγέλματα του ξεναγού και του αγωγιάτη.

 

Ο Τζέφρυ αναφέρει πως η Αθηένου είναι το χωριό των αγωγιατών, μεταφράζοντας την τουρκική λέξη Kiraji Keuy: Για αιώνες υπήρξε το χωριό των αμαξάδων και των αγωγιατών που διεξήγαν το εμπόριο του νησιού.

 

Ο Μαρίτι αναφέρει πως η θέση της Αθηένου μεταξύ Λευκωσίας και Λάρνακας την κατέστησε δημοφιλές κέντρο για όλους τους αγωγιάτες και τους ταξιδιώτες. Αναφέρει ακόμα πως το χωριό παράγει σιτάρι και βρώμη κι έχει αρκετές συκαμιές.

 

Ο Περικλής Μιχαηλίδης στο βιβλίο του «Πολιτική Γεωγραφία τής Νήσου Κύπρου» που εξέδωσε στη Ρουμανία το 1887, αναφέρει πως η Αθηένου «παράγει δημητριακούς καρπούς, βούτυρον καί μέλι ἐξαίρετον. Ἐκτός τοῦ σχολείου τών ἀρρένων ἒχει καί ἓν τῶν θηλέων.»

 

Ο Ευρυβιάδης Ν. Φραγκούδης στο «Εγχειρίδιον Χωρογραφίας και Γενικής Ιστορίας τής Κύπρου», που εξεδόθη το 1885, αναφέρει πως η Αθηένου είναι μεγάλο χωριό, σταθμός στο μέσο της οδικής αρτηρίας Λευκωσίας-Λάρνακας και ἐντευκτήριον ἀγωγέων. Είναι δε «ἐκ τῶν εὐπόρων χωρίων τῆς νήσου». Κάπου στο κέντρο του χωριού σώζεται ένα χάνι στο οποίο διακρίνει και σήμερα ο επισκέπτης τους χώρους, που χρησιμοποιούσαν οι αγωγιάτες και τα ζώα (κυρίως γκαμήλες). Το άνω μέρος του χανιού λειτούργησε αργότερα ως πρόχειρο ξενοδοχείο. Το χάνι ήταν ακόμη και σταθμός διαμονής για εκείνους που έρχονταν στο χωριό να πωλήσουν τα προϊόντα τους.

 

Διάφοροι άλλοι συγγραφείς αναφέρουν πως οι Αθηενίτες για αιώνες πριν από την εμφάνιση του αυτοκινήτου, χειρίζονταν ως αγωγιάτες το εμπόριο του νησιού, και πως έχαιραν φήμης για την τιμιότητα και την αποδοτικότητά τους.

 

Ο Λοΐζος Φιλίππου (1930) αναφέρει πως το 1865 ιδρύθηκε κοινοτικό σχολείο στο χωριό, ο δε δάσκαλος πληρωνόταν «1 γρόσι κάθε ἑβδομάδα». Κατά τον ίδιο συγγραφέα «ὁ ἐπίσκοπος Γάζης Φιλήμων καταγόμενος ἐκ τῆς κοινότητος Άθηένους ὑλικῶς συνέδραμε τήν ἀνοικοδόμησιν σχολείου ἐν τῇ ἰδιαίτερᾳ του Πατρίδι, ἣτις ἐγενετο τῷ 1873». Όμως το σχολείο το 1879 ήταν κλειστό «ἐλλείψει πόρων» (Λ. Φιλίππου: Τά Ἑλληνικά Γράμματα ἐν Κύπρῳ κατά τήν περίοδον τῆς Τουρκοκρατίας 1571-1878,  Λευκωσία, 1930 σσ. 220-221).

 

Το χωριό σήμερα διαθέτει αρκετές αστικές λειτουργίες, όπως είναι το νοσοκομείο, τα υποκαταστήματα τραπεζών, το σχολείο Μέσης Εκπαίδευσης, το γηροκομείο, νηπιαγωγείο, οι υπεραγορές κλπ. Μερικοί δρόμοι είναι πλατιοί και λίγες οικοδομές με το μέγεθος και τον όγκο τους δίνουν την εντύπωση πως βρίσκονται σε αστικό χώρο. Όμως η όλη ατμόσφαιρα της σημερινής Αθηένου είναι αγροτική. Κάπου στο κέντρο του σημερινού οικισμού βρίσκεται η παλαιά και η σύγχρονη εκκλησία, κι οι δυο αφιερωμένες στην Παναγία την Ελεούσα. Η παλαιά εκκλησία, χτίσμα του 1711, αψιδωτή, εντυπωσιάζει με το ξυλόγλυπτο τέμπλο, τα εντοιχισμένα πιάτα, τις δυο τοιχογραφίες, το προσκυνητάρι, τον άμβωνα και τον γυναικωνίτη. Μερικές παλαιές εικόνες είναι άξιες προσοχής. Η σύγχρονη εκκλησία δίπλα στην παλαιά, χτίστηκε τη δεκαετία του '40 αν και λειτούργησε μερικά χρόνια αργότερα. Το τέμπλο της είναι ιταλικής προέλευσης με μάρμαρο και ψηφιδωτά. Εντυπωσιάζει το μέγεθος και ο ψηλός θόλος της εκκλησίας.

 

Δεν λείπουν από το χωριό τα αρχοντόσπιτα που μαρτυρούν την ευημερία, ιδιαίτερα του περασμένου αιώνα αλλά και των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα. Ιδιαίτερα στην «παλιά Αθηένου», που βρίσκεται κάπου στο βόρειο τμήμα του χωριού, βρίθουν οι οικοδομές, που έχουν σαν βάση το τοπικό ασβεστολιθικό πέτρωμα, ενώ στους υπόλοιπους τοίχους κυριαρχεί το πλιθάρι. Κυρίως εντυπωσιάζουν τα σκαλιστά πλαίσια, γύρω από τις εξωτερικές εισόδους των σπιτιών.

 

Η Αθηένου είναι γνωστή σήμερα παγκυπρίως για το ψωμί που παρασκευάζει. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του Αθηενίτικου ψωμιού είναι η γεύση του. Στο χωριό λειτουργούν αρκετοί φούρνοι, πλήρως σύγχρονοι και αυτοματοποιημένοι που παράγουν αρκετές χιλιάδες ψωμιά τη μέρα.

 

Το χωριό αναφέρεται από τον Λεόντιο Μαχαιρά στο Χρονικόν του, ενώ βρίσκεται σημειωμένο και σε παλαιούς χάρτες ως Atirna.

 

Τοπων: Αθηένου, όνομα προερχόμενο κατά πάσαν πιθανότητα από το επίθετο Αθηνογένους. Η συνηθέστερη γραφή του ονόματος: Αθηαίνου, προερχόμενη από το επίθετο Αθηναίου, φαίνεται περισσότερο απίθανη. Με τη γραφή Αθηένου συμφωνούν ο Σίμος Μενάρδος (Τοπωνυμικόν της Κύπρου), ο Νέαρχος Κληρίδης (Χωριά και Πολιτείες της Κύπρου), ο Ν. Γ. Κυριαζής (Τα χωριά τής Κύπρου) και άλλοι. Ο ίδιος τρόπος γραφής υιοθετείται και στο: «The Cyprus Permanent Committee for the Standardization of Geographical Names», A Concise Gazetteer of Cyprus, Republic of Cyprus, Nicosia, 1982.

 

Η αστικοποίηση αρκετών χωρικών στα χρόνια της Τουρκοκρατίας δεν παρουσίαζε γι’ αυτούς ανυπέρβλητες δυσχέρειες, παρά τις τότε κακές συγκοινωνίες που καθιστούσαν τις αποστάσεις μεγάλες. Παράδειγμα οι Αθηενίτες που μετέτρεψαν το επάγγελμα του αγωγιάτη, που ασκούσαν από τις αρχές της Τουρκοκρατίας, σε χρηματιστική και εμπορική ειδίκευση: χρησίμευαν σαν μεσάζοντες για τη μεταφορά χρημάτων από τη μια πόλη στην άλλη, κέρδιζαν, κι έτσι κατέληγαν, αυτοί και τα παιδιά τους, σαράφηδες, έμποροι, δικηγόροι κ.τ.τ. στις πόλεις.

 

Πρακτικότερος τρόπος τέτοιων χρηματιστικών συναλλαγών ήταν η διατήρηση σταθερών καταθέσεων των αγωγιατών σε κάθε πόλη, ώστε η μεταφορά χρημάτων καθαυτή να καθίσταται περιττή. Για κάθε πληρωμή αρκούσε η ανάληψη του αναγκαιούντος ποσού σε κάθε πόλη. Γι' αυτό και οι αγωγιάτες - χρηματιστές βρέθηκαν με ρίζες και πλοκάμια σε αρκετές πόλεις και από υπηρέτες ή υπάλληλοι των ξένων εμπόρων, έγιναν σταδιακά αφέντες, οικονομικά αυτάρκεις και ευημερούντες αστοί ή αμφίβιοι χωρικοί και αστοί. Η επιτηδειότητα και προσαρμοστικότητα αυτή ήταν και απόρροια παλαιότερων σχέσεων υπαίθρου και πόλεων.

 

Οι Αθηενίτες, κατά παράδοση δική τους, κατάγονται (όπως και οι γειτονικοί Λουρουτζιάτες), από Αμμοχωστιανούς ευγενείς και αστούς που διέφυγαν μετά την παράδοση της πόλης των στους Τούρκους (1 Αυγούστου 1571). Π.χ. οι Σιακαλλήδες, που προέρχονται από τους Cigala - Κιγάλα- Τσιγκαλή, τουρκοποιημένο σκόπιμα για απόκρυψη της πραγματικής τους ταυτότητας, με παρετυμολογία προς το Cakal = αστείος.

 

Με την επάνοδό τους στον αστικό βίο κατά τους δυο τελευταίους αιώνες της Τουρκοκρατίας και ιδιαίτερα κατά τις αρχές της Αγγλοκρατίας κ.ε., είναι κλασσικό, αν και βέβαια όχι μοναδικό, παράδειγμα παλίνδρομης πορείας: α) αστοί στην Αμμόχωστο με κάποιες προσβάσεις στον αγροτικό βίο των επαύλεων και/ή κτημάτων που οι περισσότεροι διέθεταν στην ύπαιθρο επί Φραγκοκρατίας (1191-1571),  β) αγρότες στην Αθηαίνου μετά τον Αύγουστο του 1571,  γ) σταδιακά επανέρχονται στον αστικό βίο με τις διακινήσεις των ως αγωγιάτες, δ) τελικά αφομοιώνονται από τον αστικό βίο, αστικοποιούνται αρκετοί από αυτούς, όσοι εγκαταστάθηκαν και άσκησαν στις πόλεις αστικά επαγγέλματα. Επαγγέλματα που τα επέλεξαν και προσαρμοζόμενοι στις νέες συνθήκες και περιστάσεις, αλλά και από κάποια εκλεκτική συγγένεια προς αυτά, αταβισμό λόγω των παλαιών αστικών καταβολών τους στην Αμμόχωστο, αταβισμό που διαθέτουν βέβαια και άλλοι Κύπριοι αστοί, εξ αγροτών, που ήσαν πάλι κάποτε αστοί σ' άλλες περιοχές του νησιού.

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image
Image
Image