Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Αβάδωτος και Αβάωτος, -η, -ον »

Επίθετο

Σημασία:

o ανοιχτός, ο ξεκλείδωτος, μη ασφαλής

Ετυμολογία:

α στερ. + βα(δ)ώννω

Συνώνυμα:

ξεκλείωτος, Αβάωτος, -η, -ον

Αντίθετα:

κλειωμένος