Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Αβάντζ̌ον (το) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. το κέρδος 2. η προανάφλεξη σε μηχανές εσωτερικής καύσης.

Ετυμολογία:

ιταλ. avanzo