Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Αβαντούρα και Αβεντούρα (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

το πεπρωμένο, το γραφτό.

Ετυμολογία:

ιταλ. avventura (=τύχη)