Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου

« Αβάτζ̌η (η) »

Ουσιαστικό

Σημασία:

1. η λεκάνη του αλευρόμυλου. 2. βαθούλωμα στο στόμιο του φούρνου όπου μάζευαν τη στάχτη.