Λεξικόν Κυπριακής Διαλέκτου
« Αβκότσουλλον (το) »
Ουσιαστικό
Σημασία:
βλ. αβκότσιλλον (το τσόφλι του αβγού).
Συνώνυμα:
Αβκότσιλλον (το), Αβκότσιφλον (το), Αβκότσουφλον (το)
Ειδικές φράσεις:
Μόλις εβκήκες που του αβγκότσουλλον
(λέγεται για άπειρους για πρωτάρηδες)